Τρίτη 1 Απριλίου 2014

ΔΥΟ ΣΥΛΛΑΒΙΚΕΣ ΚΥΠΡΙΑΚΕΣ ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ ΤΟΥ 5ου ΑΙΩΝΑ Π.Χ. ΓΡΑΜΜΕΝΕΣ ΣΕ ΑΛΒΑΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Η καταγωγή των Κυπρίων
Ένας από τους μεγαλύτερους μύθους των νεοελλήνων ψευδοεπιστημόνων είναι ότι η Κύπριοι είναι Έλληνες, διότι κατάγονται από τους αρχαίους Αρκάδες. Οι ιστορικοί αυτοί παραπέμπουν στον Ηρόδοτο, ο οποίος γράφει ότι οι Κύπριοι κατάγονται από τους αρχαίους Αρκάδες Πελασγούς. Ενισχυτικό είναι ότι οι κυπριακές συλλαβικές γραφές της Κύπρου αποκρυπτογραφήθηκαν στα Ελληνικά πολλές δεκαετίες πριν την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής γραφής Β.
Η αλήθεια είναι όμως πολύ διαφορετική. Οι νεοέλληνες ιστορικοί αποκρύπτουν το όλο απόσπασμα του Ηροδότου. Ας δούμε ολόκληρο το απόσπασμα: «Τούτων δε τοσάδε έθνεα εισί, οι μεν από Σαλαμίνος και Αθηναίων, οι δε από Αρκαδίης, οι δε από Κύθνου, οι δε από Φοινίκης, οι δε από Αιθιοπίης, ως αυτοί Κύπριοι λέγουσι» (VII 90). Άρα οι αρχαίοι Κύπριοι ήταν ένα συνονθύλευμα Ελλήνων από Σαλαμίνα και Αθήνα, Πελασγών Αρκάδων, Φοινίκων και Αιθιόπων. Και φυσικά πριν την άφιξη των εποίκων αυτών από τη Μεσόγειο, το νησί κατοικείτο από άλλους κατοίκους, ακαθορίστου ανατολικής καταγωγής. Σιγά σιγά όλοι αυτοί οι λαοί εξελληνίστηκαν πλήρως από τον αποικισμό των Ελλήνων. Άρα κατά μια χονδρική εκτίμηση, ούτε το 15% των αρχαίων Κυπρίων δεν θα είχε ελληνικό DNA, αν και αυτή η εκτίμηση είναι παρακινδυνευμένη λόγω ανεπάρκειας δεδομένων.


Σουμέριοι και Φοίνικες στην Κύπρο
Περί της προέλευσης του ονόματος της νήσου υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Έτσι λέγεται ότι η Κύπρος ονομάσθηκε από μια αρχαία μεγάλη πόλη, και Κύπη αναφέρεται πόλη Σικελίας από τον Στέφανο Βυζάντιο. Άλλη εκδοχή είναι ότι το όνομά του νησιού προέρχεται από τον Κύπρο τον γιο του Κινύρα. Ο Κινύρας λεγόταν γιος του Σανδάκου ή του Απόλλωνος. Άλλη εκδοχή είναι κύπρου, του χαλκού που βρίσκεται άφθονο στο νησί. Πολλά έχουν ειπωθεί για την ετυμολογία της λέξεως κύπρος (=χαλκός), αλλά η πραγματική της ετυμολογία είναι από το αλβανοσουμεριακό ku-bar που σημαίνει ο λάμπων, ο αργυρός. Μια άλλη εκδοχή για την ονομασία του νησιού είναι από το άνθος κύπρος, δένδρου στην Κύπρο  από το οποίο παραγόταν το κύπρινον μύρο. Η λέξη κύπρος (=άνθος) είναι η εβραϊκή λέξη gopher. Υπάρχει όμως και μια άλλη πιο παράτολμη ερμηνεία. Στις επιγραφές των Κισσίων Ανζανιτών αναφέρεται λαός Kupe (Scheil, τομ. XI, σ. 51-52). Άρα Κύπρος προέρχεται από το Kupe και uru που σημαίνει ο τόπος του λαού Kupe (uru στα σουεριακά σήμαινε τόπος). Άρα πιθανώς οι πρώτοι κάτοικοι της Κύπρου να ήταν προσημητικοί μεσοποταμιακοί λαοί και Σουμέριοι. Η ύπαρξη Σουμερίων στο νησί  επιβεβαιώνεται από αρχαιολογικές ανασκαφές στις αρχές του 20ου αιώνα. Άρα οι προελληνικοί πληθυσμοί της Κύπρου δεν ήταν Σημίτες, αλλά Σουμέριοι, δηλαδή πανάρχαιοι Αλβανοί!!! (Περί της ελληνοαλβανικής πελασγικής προέλευσης των Σουμερίων δείτε το άρθρο μου "Οι Σουμέριοι ήταν Ελληνοπελασγοί").
Η ύπαρξη των Φοινίκων στο νησί αποδεικνύεται και γλωσσολογικά. Το Κίτιον ήταν πόλη παραθαλάσσια της Κύπρου και είχε λαμπρό λιμάνι κλειστό, όπως μας πληροφορεί ο Στράβων (682). Το όνομα αυτό είναι σημιτικό. Ο Ιώσηπος (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, I, 7) γράφει ότι το όνομα προέρχεται από το εβραϊκό χετίμ, όπως ονόμαζαν οι Εβραίοι όλες τις νήσους και τις παραλίες. Εκτός και αν το όνομα αυτό δεν είναι σημιτικό, αλλά σουμεριακό από τα σουμεριακά ki-a-ti που σημαίνει παράλια πόλη. Στα σουμεριακά ki = γη, a = νερό, ti = κατοικία. Άρα Κίτιον σημαίνει «νερού γης κατοικία). Να προσεχθεί ότι οι σουμεριακές λέξεις ki και a είναι πανομοιότυπες με τις ελληνικές λέξηεις γη και αα (= νερό).
Μια άλλη ξενική ονομασία είναι η Ταρσίς ή Θαρσίς, ομώνυμη προς την γείτονα πόλη της Κιλικίας Ταρσόν ή Θαρσόν. Είναι και αυτή σημιτική ή μήπως σουμεριακή; Στις Ανζανικές επιγραφές (Scheil, τομ. 3, σ. 108) αναγράφεται χώρα Tar-ri-sa και ερμηνεύεται από τον Scheil ως «μεγάλη, επιφανής». Η Ταρσός ήταν ήταν πολύ εύφορη. Άρα το όνομα πιθανώς να προέρχεται από το σουμεριακο dar (= γη, αγρός) και το su ή si (=πλήρης εύφορος). Άρα Ταρσίς = η εύφορη γη. Αν αυτό είναι αληθές, τότε μάλλον η Ταρσός της Κιλικίας προέρχεται από την πόλη Ταρσίς της Κύπρου λόγω των μετακινήσεων των πανάρχαιων Αλβανών Σουμερίων.
Ένα άλλο όνομα της Κύπρου που θεωρείται φοινικικό είναι η Ασπελία, που δηλώνει τη θαλάσσια θέση του νησιού. Πολύ πιθανό όμως να είναι σουμεριακό από το as(=πολύ) και το pili(=υγρό), Ας-πελι-α = aspili. Άρα Ασπέλια σημαίνει η έχουσα άφθονο ύδωρ. Ποταμοί της Κύπρου ο Λύκος και Κούρος, των οποίων τα νερά ποτίζουν τη γη και κινούν τους μύλους, ο Βόκορος, ο Κλάνεος, ο Λάπαθος και ο Πεδιαίος, ο οποίος αρδεύει την κοιλάδα της Μεσαρίας καθιστώντας την πολύ εύφορη.
Άλλα ονόματα του νησιού είναι Αερία λόγω του καθαρού της αέρα, Κεραστία (πρβλ. Ζευς Κεραστής), Μειωνίς από αρχαία αποικία των εν Λυδία Μαιόνων ή Μηόνων και Σφήκεια από Σφηκών, λαού που κατοικούσε στην Κύπρο.

Πανάρχαιοι Αλβανοί στην Κύπρο
Το θέμα της αλβανικότητας του νησιού έχει λυθεί ήδη από τον Ιάκωβο Θωμόπουλο το 1912, αφού απεδείχθη η ύπαρξη αλβανικών λέξεων στα Κυπριακά λεξικά. Αυτό απετέλεσε το μεγάλο σοκ για το νεοελληνικό κατεστημένο, που θεωρεί ότι οι Αλβανοί είναι ένας νεότερος λαός στα Βαλκάνια (!!!) καθώς και για τα χοτζικά παραμύθια περί της ταυτίσεως Ιλλυριών και Αλβανών. Αν οι πρόγονοι των Αλβανών ήταν οι Ιλλυριοί, τι δουλειά έχουν αλβανικές λέξεις στην Κύπρο; Δεν υπάρχει καμμιά μαρτυρία για εποικισμό της νήσου από Ιλλυριούς. Αυτό έβαλε σε πονοκέφαλο τους Έλληνες και Αλβανούς ιστοριογράφους, οι οποίοι απέκρυψαν τις ανακαλύψεις αυτές σαν τη γάτα που κρύβει τα κόπρανά της στο χώμα!!! Αν δεχόντουσαν οι Αλβανοί και Έλληνες καρεκλοκένταυροι ιστορικοί όλα αυτά, θα έπρεπε να πουν ότι αμφότεροι λένε μπούρδες και ότι οι πρώτοι, οι μόνοι και οι πραγματικοί Έλληνες της περιοχής της μεσογείου ήταν οι Αλβανοί και ότι οι Αλβανοί ήταν οι πρωτοέλληνες.
Στο λεξικό του Ησυχίου απαντάται η έξη αγαθός που σημαίνει σιωπά. Δεν υπάρχει στην ελληνική κανένα ρήμα που να τελειώνει με τέτοια κατάληξη –ος. Στα αλβανικά όμως ας γα θος σημαίνει τίποτα δεν είπε!!! Τίποτα δεν είπε, άρα σιωπά!!!
Κυπριακό αγαθός > Αλβανικά ας γα θος
Υπάρχουν όμως και άλλες αλβανικότατες λέξεις στα κυπριακά λεξικά του Ησυχίου. Ας τις δούμε:
Κυπριακό αγχούρος (= όρθρος) από αλβανικό αγούαρε (= η αυγή)
Κυπριακό άριζος (= τάφος) από αλβανικό βάρρι, πληθυντικός βάρρεζε (=τάφος)
Κυπριακό βρούκαν (=την ακρίδα) από αλβανικό bούρκθι (=η μικρή ακρίδα)
Κυπριακό βρούχετος (= βάτραχος) από αλβανικό bρετκότσεα (=βάτραχος)
Κυπριακό γρα (=φάγε) από το αλβανικό νγράνε (=φάγε)
Κυπριακό δρόσους (=αχρείους) από το αλβανικό dρούσ-ι (=ο φοβούμενος, ο δειλός)
Κυπριακό έλφος (βούτυρο) από το αλβανικό γjάλπε-ι (= βούτυρο)
Κυπριακό έπιζα (=όρνεα) από αλβανικό σπέζε-α (=πτηνό)
Κυπριακό ίγγια (=ένας) από αλβανικό νjε, νjα (= ένα πράγμα)
Κυπριακό ιμ-πάταhον (=έμ-βλεψον) από το αλβανικό πάτσε (=είδα)
(Το δεύτερο συνθετικό του κυπριακού πάταχον προέρχεται από το αλβανικό πάτσε).
Κυπριακό κάβειος (=νέος) από αλβανικό κέδε-jα (=νέα κόρη)
Κυπριακό κακ-κείναι (=κατά-κόψαι) από το αλβανικό κίj, κίνj(=κόπτω).
Άρα το δεύτερο συνθερικό του κυπριακού κείναι προέρχεται από το αλβανικό κίνj. (Από την ίδια λέξη προέρχεται και το δήθεν ελληνικό κίων. Στα αλβανικά κίουν σημαίνει ο κεκομμένος κλάδος, ο οποίος ήταν στην αρχή ο κίων, ο αποκοπείς κορμός του δένδρου. Κατανοούμε λοιπόν ποια γλώσσα μιλούσαν οι προϊστορικοί Έλληνες πριν την έλευση των Γραικόφωνων Πελασγών από τη Θράκη).
Κυπριακό κάρραξον (=κράξον) από το αλβανικό γαρρίς (= φωνάζω). (Από το αλβανικλο γαρρίς προέρχεται και το νεοελληνικό γκαρίζω).
Κυπριακό κινδόν (=ενθάδε) από το αλβανικό κενdού (=ενθάδε, προς τα εδώ)
Κυπριακό λείνα (=έρια) από το αλβανικό λjέσνα (=έρια)
Κυπριακό μαστός (=ποτήρι) από το αλβανικό μαsστραπά (=ποτήρι)
Κυπριακό ορτός (=βωμός) από το αλβανικό οτάρ, αλjτάρρ-ι (=βωμός)
Κυπριακό ούαρον (βάρον) (=έλαιο) από το αλβανικό βάλj-ι, βάj-ι πληθυντικός βάλjρα, βάjρα (=έλαιο)
Κυπριακό Πείρηθοι (νύμφες) από το αλβανικό Περρίτε (νύμφες)
Κυπριακό πέσον (=όρος) (πρβλ. πέτος = ύψος Ετ. Μ.) από το αλβανικό πjέτε (=όρος, ύψος)
Κυπριακό πρέπον (=τέρας) από το αλβανικό πρέβεα (=τέρας)
Κυπριακό ύεσι (Fέσι) (=στολή) από το αλβανικό βες (=ντύνω).

Όλα αυτά αποτελούν οιωνεί μαθηματική απόδειξη της πανάρχαιας παρουσίας των πρωτο-Αλβανών στην Κύπρο. Οι Αλβανόφωνοι αυτοί κάτοικοι θα ήρθαν από την Αρκαδία μαζί με άλλους Γραικόφωνους Πελασγούς που κατέβηκαν από τη Θράκη στη νότια Ελλάδα. Οι Γραικόφωνοι Θρακιώτες Πελασγοί μετέδωσαν τη θρακική  θρησκεία των Ολύμπιων Θεών στους Αλβανόφωνους Αρκάδες. Ένα κύμα αυτών μετέβη στην Ιλλυρία, ενώ ένα άλλο τμήμα στη Ρώμη και στην Κύπρο.

Οι πανάρχαιες αποσιωπημένες αλβανικές επιγραφές της Κύπρου
Η οιωνεί μαθηματική απόδειξη της πανάρχαιας παρουσίας των Αλβανών της Κύπρου παύει να είναι οιωνεί και καθίσταται 100% χειροπιαστή. Οι ετυμολογίες μπορεί να απορριφθούν από κάποιους ως τυχαίες συμπτώσεις ή παρετυμολογίες ή κοινές ρίζες της υποτιθέμενης ινδοευρωπαϊκής ομογλωσσίας. Οι επιγραφές όμως ποτέ. Τα γραπτά μένουν και είναι αψευδής μάρτυρας της παρουσίας κάποιου λαού σε μια περιοχή. Έτσι υπάρχει μια κυπριακή συλλαβική γραφή που δεν βγάζει νόημα στα Ελληνικά, αλλά βγάζει στα Αλβανικά. Το ελληνικό γλωσσολογικό κατεστημένο απέκρυψε την επιγραφή αυτή, γιατί αν την έβγαζε στη φόρα θα έπεφταν σαν χάρτινοι πύργοι όλες οι γλωσσολογικές θεωρίες που είχαν ειπωθεί μέχρι τώρα. Η επιγραφή αυτή δίνει το οριστικό τέλος σε όσους υποστηρίζουν ότι η αλβανική γλώσσα ήρθε στον μεσαίωνα στα Βαλκάνια ή όσους εν έτει 2014 ιχθυολόγους που το παίζουν εθνολόγοι με παχυλή άγνοια της γλωσσικής επιστήμης υποστηρίζουν τάχα μου τάχα μου ότι η Αλβανική γλώσσα προήλθε από τη Δακία και ότι οι Αλβανοί είναι Δακορουμάνοι. Αν αυτό δεν είναι αντι-συμβατική άποψη, ποια άλλη είναι;
Αλλά ας εξετάσουμε τιν εν λόγω κυπριακές επιγραφές. Οι επιγραφές αυτές χρονολογούνται τον 5ο αιώνα και είναι γραμμένες διά της γνωστής Κυπριακής γραφής στην εγχώρια γλώσσα των αυτοχθόνων Κυπρίων. Οι επιγραφές αυτές δημοσιευθηκαν το 1911 από τον καθηγητή στη Λειψία Richard Meister στη μελέτη του με τίτλο Kyprische Syllabariuscchriften in nicht grieechischer Sprache (SibtzberKongPreussAkadWiss).
Ας δούμε την πρώτη επιγραφή:
Στίχος 1: βι τι λε? ρα νου. τα να. μου νο τι.
Στίχος 2 α ι λο. ε κι jα νο τι. μα να. κο 
Στίχος 3 το ου. πα κι μι ρα νου. τα να. μου
Στίχος 4 νο τι.

Ας δούμε τη δεύτερη επιγραφή:
Στίχος 1: α να. τα σι. σου? σα. ε κι βι jα κι. μα να.
Στίχος 2: α πο ι ε κι. μα ρι. μα να. σου? μι? ρα
Στίχος 3: ι μι κα νι. που ε νε. μι να. πα να μο.
Στίχος 4: πα να μο. τα ρα βι. κα βα λι jα. μα να. μι

Στις ανωτέρω επιγραφές να προσεχθούν οι διαχωριστικές τελείες που έχουν βάλει οι εκδότες. Οι επιγραφές αυτές δεν βγάζουν νόημα στα Ελληνικά, βγάζουν όμως νόημα σε όποιον γνωρίζει καλά αλβανικά. Η γλώσσα των επιγραφών είναι αλβανική.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΠΙΓΡΑΦΗΣ
βιτιλε? = Ιδάλιον
ράνου = έπεσε
τανα = οι δικοί μας
μουνότι = νίκησαν
αι λο = αυτός έβριζε
ε κι = και όποιος
jο νοτι = καυχιόταν
μάνα = έπειτα
κοτοου = κραύγασε
πακίμι = ειρήνη
ρανου = έπεσε
τανα = οι δικοί μας
μουνοτι = νίκησαν

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΕΠΙΓΡΑΦΗΣ
α να τασι = αν κάποιος τώρα
σου σα = δώσει τόσα
βιjακι = κατέθεσε
μανα = την μνα
α πο ι = βεβαίως αυτός
ε κι = και όποιος
μαρι = έλαβε
μανα = την μνα
σου? μι? ρα = τη δοθείσα
ι = αυτοί
μικάνι = αμάρτημα
πουενε = ποιούσι
μινα = αμφότεροι
πανιμο = παρανομία
ταραβι = όρισε
καβαλιjα = κίβδηλο
μανα = μνα

ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΠΙΓΡΑΦΗΣ
ρανου = Αλβανικό ρα που σημαίνει πίπτω
τανα = αλβανικό τάνε που σημαίνει ημέτεροι
μουν = αλβανικό μουν  που σημαίνει νικώ (3ο ενικό παρατατικού) (Το ίδιο ρήμα βρέθηκε και στη δεύτερη ετεοκρητική επιγραφή ΜΥΝ
αι = αλβανικό αΐ που σημαίνει αυτός
λο = αλβανικό λούjπου σημαίνει εμπαίζω
ε = αλβανικό ε που σημαίνει και
κι = αλβανικό κι που σημαίνει όποιος
jανοτι = ανερμήνευτο. Ίσως είναι κατάλοιπο από παρουσία σουμεριακών πληθυσμών στην Κύπρο, αφού στα σουμεριακά ia σημαίνει μεγαλύνω, εξυμνώ
μανα = ανερμήνευτο από τα αλβανικά. Ίσως είναι κατάλοιπο από παρουσια σουμεριακών πληθυσμών στην Κύπρο, αφού στις ανζανικές επιγραφές mene σημαίνει έπειτα
κοτοου = αλβανικό κότεμ , κοτόχεμ [που σημαίνει κραυγάζω
πακιμι = αλβανικό πακ, πακιμι που σημαίνει ειρήνη

ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΕΠΙΓΡΑΦΗΣ
α = αλβανικό α που σημαίνει ίσως
να = αλβανικό να που σημαίνει κάποιος
τασι = αλβανικό τασί που σημαίνει τώρα
σου?σα = ανερμήνευτο από την αλβανική. Ίσως σουμεριακό κατάλοιπο, αφού στα σουμεριακά sumή suσημαίνει δίνω
σα = αλβανικό σα που σημαίνει τόσα
βιjάκι = αλβανικά bιjπου σημαίνει καταθέτω (3ο ενικό παρατατικού)
μανα = ανερμήνευτο από αλβανικά. Είναι η αρχαιοελληνική λέξη μνα
πο = αλβανικό πο που σημαίνει ναι, βεβαίως
ι = αλβανικό αΐ που σημαίνει αυτός
μαρι = αλβανικό μαρρ που σημαίνει λαμβάνω
σου?μι?ρα = ανερμήνευτο από την αλβανική. Ίσως σουμεριακό κατάλοιπο, αφού στα σουμεριακά sumή suσημαίνει δίνω
ι = αλβανικά ι που σημαίνει αυτοί
μικανα = αλβανικό μικατ που σημαίνει αμαρτία (αιτιατική μικάτνε, μικάνε)
πουενε = αλβανικό bέj, bόj, bούjπου σημαίνει κάνω
μινα = ανερμήνευτο από τα αλβανικά. . Ίσως σουμεριακό κατάλοιπο, αφού στα σουμεριακά, αφού στα σουμεριακά min σημαίνει και οι δυο
παναμο = σύνθετη λέξη από το αλβανικό αρνητικό μόριο πα και το αλβανικό νόμι = νόμος, άρα παναμο σημαίνει χωρίς νόμο, παρανομία
ταραβι = αλβανικό ταρτίς που σημαίνει ορίζω βάρος, ορίζω αξία, ζυγίζω
καβαλιjα = αλβανικό καbόjπου σημαίνει εξαπατώ

Η ΑΛΒΑΝΙΔΑ ΑΦΡΟΔΙΤΗ
Όλα αυτά αποδεικνύουν περίτρανα την ύπαρξη αλβανόφωνων πληθυσμών στην Κύπρο Έτσι λύνεται και η καταγωγή της Αφροδίτης, η οποία δεν είναι Σημιτοφοινίκισσα, αλλά πανάρχαια Αλβανίδα. Οι νεοέλληνες παρετυμολογούν το όνομα Αφροδίτη από το αφρός και δύω, διότι η Αφροδίτη ανεδύθη από τους αφρούς της θάλασσας. Αυτή η ετυμολογία έχει τόσο βαρύτητα όσο τάχα η ετυμολογία του Αλέξανδρος απόν το α λε σι αντερ που σημαίνει γεννημένος σαν όνειρο. Το δύω γράφεται με υ, όχι με ι. Αλλά και αν ακόμα η Αφροδίτη γραφόταν με υ , το όνομά της θα σήμαινε εκείνη που καταδύεται στους αφρούς και όχι εκείνη που αναδύεται!!! Το όνομα Αφροδίτη ετυμολογείται από τα αλβανικά άφερ που σημαίνει κοντά και ντίτα που σημαίνει ημέρα. Άρα Αφερ-ντίτα = Αφροδίτη. Το ότι αυτή η ετυμολογική εκδοχή είναι η σωστή, επικυρώνεται και από το ιερό σύμβολο της θεάς στις πανάρχαιες ως κλασσικές παραστάσεις της, που είναι το άστρο και το μισοφέγγαρο. Η Αφροδίτη λοιπόν ονοματίστηκε από αλβανόφωνους πληθυσμούς. Και κλείνοντας, για να ευθυμολογήσω, η παρούσα εργασία αποδεικνύει ότι η θεά της ομορφιάς της Κύπρου Αφροδίτη έχει αλβανική καταγωγή, όπως και ό, τι όμορφο υπάρχει στον πλανήτη, όπως απεδείχθη περίτρανα στο άρθρο μου  «Αλβανίδες: Τέκνα της θεάς Αφροδίτης»!!!

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΑΛΑΝΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΥΚΑΣΟ. ΟΙ ΑΛΒΑΝΟΙ ΤΟΥ ΚΑΥΚΑΣΟΥ ΗΤΑΝ ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΣΑΛΙΑ

Τον τελευταίο καιρό προβάλλεται στο διαδύκτιο κυρίως από Σέρβους, Σκοπιανούς και Έλληνες εθνικιστές η αντιεπιστημονική άποψη ότι οι Αλβανοί ήρθαν τον μεσαίωνα στη Βαλκανική χερσόνησο από τον Καύκασο. Η θεωρία αυτή δεν υποστηρίζεται από κανένα σύγχρονο επιστήμονα, αλλά εξυπηρετεί πολιτικές σκοπιμότητες. Οι Σέρβοι διαδίδουν τη θεωρία αυτή, για να υποστηρίξουν ότι το Κόσοβο είναι Σερβικό, αφού οι Αλβανοί δεν είναι αυτόχθονες στα Βαλκάνια. Οι Σκοπιανοί υποστηρίζουν τη θεωρία αυτή, διότι με αυτό τον τρόπο λύνουν και το πρόβλημα των Αλβανών των Σκοπίων. Η θεωρία ότι οι Αλβανοί ως απόγονοι των Ιλλυριών είναι αυτόχθονες στην περιοχή των Σκοπίων αποτελεί μεγάλο πρόβλημα για το κράτος των Σκοπίων. Η θεωρία της προέλευσης των Αλβανών από τον Καύκασο λύνει το πρόβλημα αυτό. Τώρα όσον αφορά στους Έλληνες εθνικιστές, αυτοί υποστηρίζουν την εκ Καυκάσου προέλευση των Αλβανών λόγω αντιαλβανισμού.

Η ΙΛΛΥΡΙΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΑΛΒΑΝΩΝ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΓΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΠΥΡΣΟΣ

Επειδή συχνά υποστηρίζεται από τους Σέρβους και από ορισμένους Έλληνες εθνικιστές ότι οι Αλβανοί δεν κατάγονται από τους αρχαίους Ιλλυριούς, αλλά ότι ήρθαν από τον Καύκασο τους τελευταίους αιώνες, ας δούμε τι γράφει η Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Παύλου Δρανδάκη, σ.413, τ.3. Το κείμενο αυτό υπογράφει ο διακεκριμένος καθηγητής της Βυζαντινής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Κ. Άμαντος:

‘’Είναι ευνόητον ότι οι περισσότεροι των ερευνητών αποκλίνουν υπέρ της γνώμης ότι οι σημερινοί Αλβανοί, όσον και αν ανεμίχθησαν μετ’ άλλων λαών, πρέπει να κατάγωνται κατά μέγα μέρος τουλάχιστον, εκ των αρχαίων κατοίκων της χώρας, των Ιλλυριών. Τουλάχιστον εις το εσωτερικόν, εις την ορεινήν Αλβανίαν, δεν δυνάμεθα να δεχθώμεν ότι οι αρχαίοι Ιλλυριοί έφυγαν και ότι άλλοι λαοί αντικατέστησαν αυτούς. Τα παμπάλαια πατριαρχικά έθιμα, όλος ο βίος των ορεινών Αλβανών συνηγορεί υπέρ της γνώμης ότι είναι απόγονοι των αρχαίων Ιλλυριών. Διαφέρει το ζήτημα ως προς τους κατοίκους των παραλίων, των πεδιάδων και της Ηπείρου. Εκεί ήτο πολύς ελληνικός πληθυσμός. Δεν υπάρχει λοιπόν αμφιβολία ότι εις τους σημερινούς Αλβανούς υπάρχει άφθονον ελληνικόν αίμα (νότια και παράλια), σερβικόν και εν μέρει ιταλικόν, αλλ’ ότι τον κύριον πυρήνα αποτελεί το ιλλυρικόν στοιχείον, το διασωθέν εις την ορεινήν Αλβανίαν και εκείθεν διαδοθέν και εις τα παράλια.

Ανθρωπολογικαί παρατηρήσεις δεικνύουν ότι οι βόρειοι Αλβανοί, οι Γκέγκηδες, προς βορράν του ποταμού Γενούσου (Σκούμπη) είναι υψηλοί, υπερβραχυκέφαλοι, με σκοτεινόν χρώμα τριχών και οφθαλμών, ενώ οι νότιοι Αλβανοί, οι Τόσκηδες με την υποδιαίρεσιν των Λιάπηδων, είναι πολύ βραχύτεροι το ανάστημα, ολιγώτερον βραχυκέφαλοι, με ανοικτόν χρώμα τριχών και οφθαλμών. Παραλείπουμε άλλας ανθρωπολογικάς υποδιαιρέσεις και αρκούμεθα εις τας μνημονευθείσας δύο κυριωτέρας. Αύται δεικνύουν ότι οι Γκέγκηδες ανήκουν εις την Διναρικήν ομάδα λαών με το υψηλόν ανάστημα, η οποία περιλαμβάνει κατοίκους από των Ανατολικών Άλπεων μέχρι της Ελληνικής Πίνδου, εκτείνεται δηλ. επί της ιδιοτρόπου γεωλογίας των Διναρικών Άλπεων και των προεκτάσεων αυτών. Τα μηνομονευθέντα ανωτέρω ανθρωπολογικά γνωρίσματα των Γκέγκηδων εχαρακτήρισεν ο Γάλλος ανθρωπολόγος Pittardως ιλλυρικά, ταύτα δε διακρίνουσιν κατά μέγα μέρος και τους Μαυρωβουνιώτας και τους Ερζεγοβινίους, ολιγότερον δε τους Βοσνίους και τους Δαλμάτας και τους Κροάτας, οι οποίοι ανεμίχθησαν με περισσότερους Σλάβους. Ότι και οι Τόσκηδες δεν έχουν ακραιφνή τα ιλλυρικά ανθρωπολογικά στοιχεία οφείλεται επίσης εις την ανάπτυξιν αυτών. Κατά ταύτα οι Γκέγκηδες πρέπει να θεωρηθούν ως οι γνησιώτεροι απόγονοι των Ιλλυριών.

Εξ άλλου η προσθήκη του άρθρου εις το τέλος της λέξεως, η οποία παρατηρείται και εις την ρουμανικήν και εις την βουλγαρικήν θεωρείται θρακικής αρχής και ενισχύει την γνώμην των γλωσσολόγων Airt και Weigand, οι οποίοι πιστεύουν ότι Θρακών και όχι Ιλλυριών απόγονοι είναι οι σημερινοί Αλβανοί. Εις ενίσχυσιν της γνώμης του αναφέρει ο Weigand ακόμη και την παρατήρησιν ότι η αλβανική δεν έχει λέξεις δια την αλιείαν, ούτε τους όρους κόλπος, λιμήν κ.λπ., ενώ οι αρχαίοι Ιλλυριοί ήσαν περίφημοι ναυτικοί. Παρά τας αντιρρήσεις αυτάς δεν πιστεύω ότι είναι δυνατόν να αρνηθώμεν την ιλλυρικήν αρχήν των Αλβανών. Ίσως μόνον προσετέθησαν εις αυτούς και Θράκες, ο ευκινητότερος λαός της χερσονήσου του Αίμου’’.

Όπως βλέπουμε πουθενά δεν αναφέρεται η άποψη ότι οι Αλβανοί ήρθαν από τον Καύκασο τους τελευταίους αιώνες. Ο Κ. Άμαντος θεωρεί τους Αλβανούς απογόνους των Ιλλυριών. Ωστόσο σε αυτό το δημοσίευμα βλέπουμε ότι οι Έλληνες και οι Αλβανοί παρουσιάζονται ως λαοί διαφορετικοί μεταξύ τους, εξ ου και η αναφορά του Κ. Άμαντου ότι ‘’ εις τους σημερινούς Αλβανούς υπάρχει άφθονον ελληνικόν αίμα (νότια και παράλια)’’, θέση με την οποία δεν συμφωνούμε, εφ’ όσον θεωρούμε ότι οι Έλληνες και οι Αλβανοί αποτελούν τον ίδιο λαό. Επίσης δεν μνημονεύεται η θεωρία της Πελασγικής καταγωγής των Αλβανών, μια θεωρία που στηρίζεται σε περισσότερα στοιχεία από αυτή των Ιλλυριών. Ο Κ. Άμαντος μνημονεύει και τη θεωρία της Θρακικής καταγωγής των Αλβανών, την οποία και απορρίπτει. Ο Κ. Άμαντος προφανώς θεωρεί τους Θράκες λαό ξένο προς τους Έλληνες. Αλλά, όπως είδαμε σε παλιότερο δημοσίευμά μας, κατά τον καθηγητή Jean Faucounaou οι Θράκες ήταν Πρωτοΐωνες, δηλαδή Πρωτοέλληνες. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς. Κατά τον Ξενοφώντα και άλλους οι Θράκες θεωρούνταν συγγενείς με τους Ίωνες, οι οποίοι κατά τον Ηρόδοτο (Ι, 56) υπήρξαν το Πελασγικό στην καταγωγή σκέλος του Ελληνικού έθνους. Άρα και Θράκες να είναι οι Αλβανοί είναι Έλληνες στην καταγωγή.

Στη μελέτη μας αυτή θα δείξουμε ότι όχι απλώς οι Αλβανοί δεν προήλθαν από τον Καύκασο, αλλά ότι αντίθετα οι Αλβανοί μαζί με τους Αχαιούς κατά την προϊστορική περίοδο μετανάστευσαν στην περιοχή του Καυκάσου. Αυτό που δεν γνωρίζουν οι υποστηρικτές της εκ Καυκάσου προέλευσης των Αλβανών είναι ότι εκτός από τους Αλβανούς αναφέρεται στα αρχαία κείμενα και λαός με το όνομα Αχαιοί στον Καύκασο.

Αλλά ας δούμε τι υποστηρίζουν σοβαροί επιστήμονες επ’ αυτού του θέματος.

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ ΤΩΝ ΑΛΒΑΝΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΥΚΑΣΟ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΡΒΑΝΙΤΟΛΟΓΟ ΚΩΣΤΑ ΜΠΙΡΗ
Ο Κώστας Μπίρης στο βιβλίο του ‘’Αρβανίτες. Οι Δωριείς του νεώτερου Ελληνισμού θεωρεί ότι οι Αλβανοί της Βαλκανικής χερσονήσου και οι Αλβανοί του Καυκάσου είναι δύο διαφορετικοί λαοί και ότι πρόκειται περί συμπτώσεως. Γράφει συγκεκριμένα: ‘’Δεν είναι όμως τόσο απλά τα πράγματα και για το όνομα Αλβανοί. Γιατί, ενώ δεν ελέγοντο Αλβανοί όλοι οι κάτοικοι της Νέας Ηπείρου, με το όνομα αυτό ήσαν γνωστοί κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους και κατά τους πρώιμους χρόνους του μεσαίωνος οι κάτοικοι μιας περιοχής του Πόντου στους πρόποδες του Καυκάσου, και οι κάτοικοι της Λομβαρδίας στην Άνω Ιταλία. Και των μεν Αλβανών της Άνω Ιταλίας δεν έγινε καμμία σύγχυσις με τους Αλβανούς της Νέας Ηπείρου. Το γεγονός όμως ότι οι Αλβανοί του Καυκάσου έπαυσαν να αναφέρωνται στην ιστορία μετά τον έκτον αιώνα, τέσσερις δε αιώνες αργότερα αρχίζει να αναφέρεται στις ιστορικές πηγές δράσις Αλβανών ή Αλβανιτών στη Νέαν Ήπειρο, εδημιούργησε μεγάλη περιπλοκή στις θεωρίες των εθνολόγων που ασχολήθηκαν με την καταγωγή των τελευταίων αυτών. Πάντως, ύστερα από την εκτενέστατη διερεύνησι που έγινε πάνω στο θέμα αυτό, η σύγχρονη επιστήμη πιστεύει ότι μόνο για σύμπτωσι πρόκειται και δεν υπάρχει καμμία σχέσις μεταξύ των δύο λαών που σε διαφορετικές εποχές εμφανίζονται με το ίδιο όνομα, ο ένας στις ανατολικές παρυφές του Πόντου και ο άλλος στη δυτική πλευρά της χερσονήσου του Αίμου’’ (σελ. 15).
Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΛΟΥΚΑΣ ΜΠΕΛΛΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΩΝ ΚΑΤΚΑΣΙΩΝ ΑΛΒΑΝΩΝ

Ομοίως και ο Λουκάς Μπέλλος στο βιβλίο του ‘’Αλβανικά ή αι τρεις ζώσαι διάλεκτοι της Ελληνικής γλώσσης’’ υποστηρίζει ότι: ‘’Ώστε λίαν πιθανόν αποβαίνει, ότι οι νυν κάτοικοι της Ιλλυρίας (Αλβανίας) εισίν οι αρχαίοι Ιλλυριοί, ονομασθέντες Αρβανίτες από του όρους Αρβάνου κατ’ Άνναν την Κομνηνήν, μηδέν δε κοινόν έχοντες μήτε προς τους Αλβανούς της Ρώμης, οίτινες ήσαν Λατίνοι οικούντες την πόλιν Άλβανον, μήτε προς τους του Καυκάσου, οίτινες αναφέρονται Μασσαγέται, τουρκικής δηλ. φυλής’’ (σελ. 61).

ΟΙ ΑΛΒΑΝΟΙ ΤΟΥ ΚΑΥΚΑΣΟΥ ΗΤΑΝ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΑΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΟΝ ΚΑΥΚΑΣΟ

Αμφότεροι όμως οι ερευνητές πλανώνται, όπως θα αποδείξουμε, διότι όλοι αυτοί οι Αλβανοί στους οποίους αναφέρονται έχουν σχέση μεταξύ τους.
Ο ΤΑΚΙΤΟΣ ΟΜΟΛΟΓΕΙ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΚΑΥΚΑΣΙΩΝ ΑΛΒΑΝΩΝ

Πολύ σωστά ο Παναγιώτης Κουπιτώρης στο βιβλίο του ‘’Αλβανικαί Μελέται’’ υποστηρίζει ότι οι Αλβανοί ήταν ένα ελληνικό φύλο, το οποίο μετανάστευσε στον Καύκασο. Γράφει συγκεκριμένα: ‘’Επιρρωννύει δε την συγγένειαν των εν Ευρώπη και εν Καυκάσω Αλβανών και η τούτων εξ Ελλήνων καταγωγή. Κατ’ αρχαίας παραδόσεις και υπομνήματα οι συγγραφείς παραδιδόασιν ότι οι εν Καυκάσω πάλαι Αλβανοί κατήγοντο εκ Θεσσαλών των μετά Ιάσονος στρατευσάντων επί τους Κόλχους, και την Ιβηρίαν και Αλβανίαν επελθόντων μέχρι Κασπίας’’ (σελ. 25). Ο Κουπιτώρης παραθέτει απόσπασμα από τον Τάκιτο που επιβεβαιώνει αυτή τη θεωρία (TacitiAnnal. 6, 34).

Ομοίως και ο Ιάκωβος Θωμόπουλος στο βιβλίο του ‘’Πελασγικά’’ γράφει: ‘’Επιρρωνύει δε τέλος την συγγένειαν των εν Καυκάσω Αλβανών προς τους εν Ευρώπη και προς τα Ελληνοπελασγικά φύλα η συνείδησις, ην είχον ούτοι περί της ιδίας καταγωγής ομολογούντες εαυτούς κατά την παράδοσιν απογόνους των εκ Θεσσαλίας μετά Ιάσονος στρατευσάντων επί τους Κόλχους, και την Ιβηρίαν και την Αλβανίαν επελθόντων μέχρι Κασπίας (Tacit. Annal. 6, 34). Η αυτή παράδοσις ιστορεί τους εν τω Ευξείνω υπό τον Καύκασον Αχαιούς, τους νομαδικώς και από της κατά θάλασσαν πειρατείας ζώντας, είτε Φθιώτας Αχαιούς από της στρατιάς του Ιάσονος είτε αποίκους Ορχομενίων Βοιωτών μετά Ιαλμένου πλανηθέντων εκεί μετά την άλωσιν της Τροίας (Στραβ. 416. 495) (σελ. 687).
ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΟΙ ΑΛΒΑΝΟΙ ΤΟΥ ΚΑΥΚΑΣΟΥ ΗΤΑΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΛΒΑΝΟΥΣ ΤΟΥ ΛΑΤΙΟΥ ΠΟΥ ΤΟΥΣ ΟΔΗΓΗΣΕ ΕΚΕΙ Ο ΗΡΑΚΛΗΣ
Ο Αχιλλεύς Λαζάρου στον 4ο τόμο του βιβλίου του «Ελληνισμός και λαοί νοτιοανατολικής Ευρώπης» (εκδ. 2010, σελ. 620) υποστηρίζει ότι οι Αλβανοί δεν ήρθαν από τον Καύκασο, αλλά ότι έγινε ακριβώς το αντίθετο. Γράφει συγκεκριμένα: «Σύμφωνα με την παράδοση, την οποία διασώζουν οι Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς και Ιουστίνος, η παρακαυκάσια Αλβανία είναι δημιούργημα των Αλβανών, κατοίκων της ιταλικής πόλεως Άλβα, οι οποίοι μετανάστευσαν με αρχηγό τον Ηρακλή. Οι επίμαχες λοιπόν λέξεις σχετίζονται με την ελληνική γλώσσα καθώς και με τη λατινική, συνάμα δε με τον απώτερο Ελληνισμό, αφού η ίδρυση της απόμακρης Αλβανίας του Καυκάσου ανάγεται στον κύκλο των άθλων του Ηρακλή». Ως βιβλιογραφία ο Λαζάρου εκτός από τις αρχαίες πηγές χρησιμοποιεί και τη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, 1927, τ. 3ος, 403γ-406β.

Ο Αχιλλεύς Λαζάρου στον 4ο τόμο του βιβλίου του, σελ. 619 «Πράγματι αρχαία πόλη Άλβα, της οποίας οι κάτοικοι καλούνται Αλβανοί, υπάρχει στην Κρήτη, στο Λάτιο της Ιταλικής χερσονήσου, στη Γαλατία, στην Ισπανία, στην Τρανσυλβανία κ.α.». Άρα λαοί με το όνομα Αλβανία υπήρχαν στην Κρήτη, στην Ιταλία και σε άλλα μέρη της Ευρώπης χιλιάδες χρόνια πριν την υποτιθέμενη άφιξη των Αλβανών από τον Καύκασο στα Βαλκάνια κατά τη βυζαντινή περίοδο. Φυσικά τέτοια άφιξη δεν έγινε ποτέ, αφού οι Αλβανοί ζούσαν επί χιλιετίες στα Βαλκάνια.
ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ ΟΙ ΑΛΒΑΝΟΙ ΗΤΑΝ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΕΛΑΣΓΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΚΑΔΙΑ
Ο Διονύσιος Αλικαρνασσεύς στη  «Ρωμαϊκή Αρχαιολογία», Λόγος Δεύτερος, II2 γράφει: «Γένος δε το των Αλβανών μικτόν ην εκ εκ τε των Πελασγών και Αρκάδων και Επειών των εξ Ήλιδος ελθόντων. Άρα οι Αλβανοί ήταν Πελασγοί και Αρκάδες. Και τι ήταν οι Αλβανοι; Γράφει ο ίδιος συγγραφέας: «Ην γαρ δη και των Πελασγών γένος Ελληνικόν εκ Πελοποννήσου το αρχαίον». Συνεπώς οι Πελασγοί ήταν Έλληνες, και άρα και οι Αλβανοί ήταν Έλληνες. Γνωρίζουμε από τον Πλούτραχο και άλλους αρχαίους συγγραφείς ότι οι Αρκάδες ίδρυσαν τη Ρώμη, και ότι οι Ρωμαλιοι κατ' ουσίαν ήταν Έλληνες. Αλλά τι Έλληνες; Στην Αινειάδα διαβάζουμε: «Όθε κρατούν οι Αλβανοί πατέρες των Λατίνων». Συνεπώς οι Αλβανοί του Λατίου ήταν Έλληνες. Αυτοί οι Έλληνες Αλβανοί με τον Ηρακλή ή οι Αλβανοί από τη Θεσσαλία μαζί με τους Αργοναύτες μετανάστευσαν στον Καύκασο, για αυτό και στον Καύκασο υπήρχαν Αλβανοί και Αχαιοί, για αυτό και υπήρχε και η παράδοση ότι ο Δίας τιμώρησε τον Προμηθέα στον Καύκασο.
ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΛΛΥΡΙΑΣ ΚΟΙΝΑ ΜΕ ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ ΤΟΥ ΚΑΥΚΑΣΟΥ. ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΑΝ ΑΛΒΑΝΟΙ ΚΑΙ ΑΧΑΙΟΙ ΣΤΟΝ ΚΑΥΚΑΣΟ

Η σχέση των Αλβανών της Βαλκανικής με τους Αλβανούς του Καυκάσου ενισχύεται και από τα κοινά γεωγραφικά ονόματα ανάμεσα στον Καύκασο και την Βαλκανική.

Στην Αλβανία του Καυκάσου έχουμε Κεραύνια όρη, Αλβάναν πόλιν, Αλβάνον ποταμόν (Πτολ. V, 12) και φυλή Τούσκων (Πτολ. V, 9), τα οποία σχετίζονται με τα Κεραύνια όρη στα Ιλλυρικά όρια της Ηπείρου, το Αλβανόν όρος, την Αλβανόπολη στην Ιλλυρία και τους Τόσκους στη σημερινή Αλβανία.

Ας εξετάσουμε ονόματα ποταμών που υπάρχουν στον Καύκασο και τη σχέση τους με ονόματα αρχαίων λαών, πόλεων, βουνών και ποταμών της Βαλκανικής, όπως τα συσχετίζει ο Ιάκωβος Θωμόπουλος..

Άβας. Πρβλ. τους Λελεγικούς Άβαντες στην παραλία και τα νησιά της Μ. Ασίας και στην Εύβοια.

Αλαζόνιος. Πρβλ. τους Αλιζώνες του Ομήρου, οι οποίοι κατοίκησαν κατά τον Έφορο την παραλία μεταξύ Μυσίας, Καρίας και Λυδίας.

Γέρρος. Πρβλ. Γερώνιον πόλη στα όρια μεταξύ Ιλλυρίας και Μακεδονίας.

Καμβύσης. Πρβλ. τα Καμβούνια όρη της Θεσσαλίας.

Κύρος. Πρβλ. Κίρι ποταμός της σημερινής Αλβανίας στη Σκόδρα.

Ροιτάκης. Πρβλ. Ροίτειον ακρωτήριο και πόλη Τρωάδας και Ροίτιον όρος Κορσικής.

Χάνης. Πρβλ. Χάον όρος στην Αργολίδα, Χάονες, Χαονία και Χαύνοι στην Ήπειρο.

Ας εξετάσουμε ονόματα πόλεων του Καυκάσου και τη σχέση τους με ονόματα περιοχών, πόλεων και οικογενειών της Βαλκανικής, όπως τα συσχετίζει ο Ιάκωβος Θωμόπουλος..

Αβλιάνα. Πρβλ. Αυλών πόλη στη Λακωνική, στην Αρκαδία, στην Κρήτη και στην Ήπειρο.

Βακχία. Πρβλ. Βάκχιον νησί στην Μικρασιατική παραλία.

Βαρούκα. Πρβλ. το όνομα της οικογένειας Βαρούχα της Ηπείρου.

Γάγγαρα. Πρβλ. Γάγγρη πόλη της Παφλαγονίας

Δεγλάνη. Πρβλ. το Ηπειρωτικό όνομα Δαγκλής.

Μισία. Πρβλ. Μισητός πόλη Μακεδονίας, Μίσιος ποταμός στην Πικεντίνα της Ιταλίας.

Μοζιάτα. Πρβλ. Μυζεκία περιοχή της σημερινής Αλβανίας.

Σαμουνίς. Πρβλ. Σαμουλία πόλη Καρίας.

Σανούα. Πρβλ. Σάνη πόλη Θράκης

Σώζεται μάλιστα και το όνομα του βασιλιά των Αλβανών του Καυκάσου Οροίζης ή Οροίσης, του οποίου το όνομα ο Θωμόπουλος συσχετίζει με τον Όροιδο, τον βασιλιά των Θεσπρωτικών Παραυαίων της Ηπείρου.

Από τη γλώσσα των Αλβανών του Καυκάσου σώζεται μόνο μία λέξη από τον Στράβωνα (11, 2, 15), ο οποίος γράφει ότι κάσπιον καλούσαν τον Καύκασο κατά τον Ερατοσθένη οι επιχώριοι. Ο Θωμόπουλος υποστηρίζει ότι το θέμα βρίσκεται στα αλβανικά κάρπε-α, κάρμε-α, σκρέπ-ι, σκάμbι ‘πέτρα, βράχος’.

Από όλα αυτά φαίνεται ότι οι Αλβανοί και οι Αχαιοί του Καυκάσου ήταν πανάρχαια Ελληνοπελασγικά φύλα, τα οποία είχαν μεταναστεύσει σε αυτές τις περιοχές από την Βαλκανική κατά την προϊστορική περίοδο. Περισσότερες όμως αποδείξεις για τις πανάρχαιες μετακινήσεις των Ελληνοπελασγών σε αυτές τις περιοχές θα παρουσιάσω σε επόμενα δημοσιεύματά μου σε αυτό το ιστολόγιο.

ΟΙ ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ ΠΑΡΑΔΕΧΟΝΤΑΝ ΚΑΙ ΚΑΥΧΩΝΤΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΒΑΝΙΚΗ ΤΟΥΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗ

Η ΑΛΒΑΝΙΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΑΡΒΑΝΙΤΩΝ. ΤΑ ΨΕΥΔΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΘΝΙΚΟΚΡΑΤΙΚΙΣΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΤΑΡΡΕΟΥΝ!!!
Ο Αρβανίτης πολιτευτής Μιχαήλ Λαμπρυνίδης στο βιβλίο του «Οι Αλβανοί κατά την κυρίως Ελλάδα και την Πελοπόννησον» πραγματεύεται την καταγωγή των Αρβανιτών. Το βιβλίο του χρηματοδοτήθηκε από τον Σύνδεσμο Σπετσιωτών, δηλαδή από τους ίδιους τους Αρβανίτες. Ας δούμε τι γράφει το Διοικητικό Συμβούλιο Σπετσιωτών: «Ευτυχείς λογιζόμεθα δημοσιεύοντες την περί Αλβανών πραγματείαν του εγκρίτου πολιτευτού Ναυπλίας κ.Μιχαήλ Λαμπρυνίδου, ευγενώς παραχωρηθείσαν τω ημετέρω Συνδέσμω προς δημοσίευσιν παρά του Συγγραφέως. Η δημοσίευσις του λίαν ενδιαφέροντος ιστορικού τούτου δοκιμίου θέλει τα μάλιστα συντελέσει εις την διαφώτισιν του πολλού κοινού και ιδιαίτατα των Αλβανογενών Ελλήνων περί της εθνολογικής αυτών καταγωγής. Ο Σύνδεσμος ημών ανέλαβε την δημοσίευσιν τούτου πεπεισμένος ότι ασμένως θέλει επικροτηθή παρά του κοινού.


Εν Πειραιεί τη 3 Ιανουαρίου 1907

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΝ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΝ ΤΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΣΠΕΤΣΙΩΤΩΝ».
Το κείμενο είναι αποκαλυπτικό. Οι ίδιοι οι Αρβανίτες αναλαμβάνουν την έκδοση του βιβλίου του Λαμπρυνίδη, δίοτι, όπως λένε, το βιβλίο αυτό θα συντελέσει στη διαφώτιση «των Αλβανογενών Ελλήνων περί της εθνολογικής αυτών καταγωγής». Ο Λαμπρυνίδης υποστήριζε ότι οι Αρβανίτες ήταν αλβανικής καταγωγής. Μα αν οι Αρβανίτες πίστευαν ότι δεν ήταν Αλβανοί, θα ξεσηκώνονταν με ένα τέτοιο βιβλίο. Και όμως όχι μόνο δεν ξεσηκώθηκαν, αλλά το χρηματοδότησαν. Θα έγραφε ο Λαμπρυνίδης ένα βιβλίο που θα ξεσήκωνε τους ψηφοφόρους εναντίον του; Ασφαλώς και όχι.
                                                                        
Ο Λαμπρυνίδης στη σελίδα 5 του βιβλίου του λέει ότι οι Αλβανοί που εισέβαλαν στην κυρίως Ελλάδα τον μεσαίωνα ήταν Σκιπετάρ. Ας δούμε το κείμενο: «Οι Αλβανοί, Σκιπετάρ, ως ωνομάζετο ο φερέοικος ούτος λαός, εισέβαλλον τότε εις την θεσσαλικήν γην, το πρώτον μεν αραιώς επί σκοπώ διαρπαγής ή όπως εύρωσιν εργασίαν, βραδύτερον δε και κατά πυκνωτέρας ομάδας, όπως μονίμως εγκατασταθώσι». Ο Λαμπρυνίδης στις σελίδες 11 και 12 του βιβλίου του παραθέτει αποσπάσματα από τα έργα του Φραντζή και άλλων συγγραφέων από όπου φαίνεται ότι ο όρος Αλβανίται χρησιμοποιείτο για τους Αλβανούς που εισήλθαν στην Ελλάδα. Οι Αλβανοί/Αλβανίτες/Αρβανίτες ονομάζονταν επίσης και Ιλλυριοί. Άρα έχουμε πλήρη ταύτιση των όρων. Οι Αρβανίτες ήταν Αλβανοί/Ιλλυριοί. Ας δούμε τι γράφει ο Λαμπρυνίδης: «Υπερμεσούντως του ΙΕου αιώνος οι Αλβανοί της Πελοποννήσου, αριθμούντες ήδη υπέρ τους τριακοντακισχιλίους άνδρας των όπλων, είτε καταπλαγέντες εκ των τελευταίων οθωμανικών τροπαίων ή και πιεζόμενοι υπό των Βυζαντινών Δεσποτών και Αρχόντων και κατ' εξοχήν υπό του Άρχοντος Μουχλίου Δημητρίου Ασάνη και του Άρχοντος Λιγουρίου, Δαμαλά και Φαναρίου Ιωάννου Σπανιόλου, έχοντες δ' αρχηγούς τον Πέτρον Μπούαν και τον Μανουήλ Καντακουζηνόν σπουδαίως συνεταράχθησαν, αρνηθέντες την καταβολήν του κεκανονισμένου γεωμόρου εις τους κυρίους της γης. ''Τω αυτώ δε φθινοπώρω'', γράφει ο Φραντζής, ''του sιξβ έτους (6962 ήτοι 1454) δηλονότι επανεστάτησαν οι της Πελοποννήσου Αλβανίται κατά των Δεσποτών και των Αυθεντών αυτών». Άρα εδώ ξεκάθαρα ο Φραντζής αποκαλεί τους Αλβανούς της Πελοποννήσου Αλβανίτες.
Ο Λαμπρυνίδης θεωρούσε όμως τους Αλβανούς συγγενικό φύλο με τους Έλληνες. Γράφει: «Οι Αλβανοί οι εκ της αυτής μετά των Ελλήνων εθνολογικής ρίζης, των Πελασγών, προερχόμενοι, απετέλουν απλούν γένος της αυτής ομοφυλίας, τας αυτάς έχοντες παραδόσεις και τους αυτούς εθνικούς πόθους, απλώς διακρινόμενοι εκ της επιχωριαζούσης αυτοίς μητρικής διαλέκτου» (σελ. 76).
Να προσεχθεί ότι ο Λαμπρυνίδης λέει ότι οι Αλβανοί μιλούσαν τοπική διάλεκτο, όχι γλώσσα!!! Και καταλήγει: «Εκ της εθνολογικής ταύτης των Ελλήνων και των Αλβανών συγκράσεως προήλθεν η νεωτέρα Ελληνική γενεά, ήτις αρχομένου του ΙΘ' αιώνος τοσαύτας επλήρωσε λαμπράς σελίδας εν τοις δέλτοις της παγκοσμίου Ιστορίας».
Ο Αρβανίτης Φ. Βιρβιλης στο άρθρο του ''Αλβανοί και Έλληνες'' που δημοσιεύτηκε το 1899 στο έγκριτο πατριωτικό περιοδικό Ελληνισμός γράφει: «Αίμα Αλβανικόν μυριάκις ανανεωθέν ρέει εις τας φλέβας πλείστων Ελλήνων από των Κεραυνίων μέχρι του Μαλέα. Και όταν γίνεται λόγος περί Αλβανίας και Αλβανών, πώς να μη αισθανθώμεν ότι περί ημών ομιλούσιν; Υπάρχουν μάλιστα μεταξύ ημών πολλοί εν αυτή τη καρδιά της Ελλάδος, οι οποίοι έχομεν το Αλβανικόν αίμα τόσον γνήσιον, τόσο καθαρόν, όσον και οι ουδέποτε καταλιπόντες τας παρά τον Δρίνον Ιλλυρικάς φωλέας των, αδελφοί ημών. Το Αλβανικόν ζήτημα λοιπόν δεν είναι δι’ ημάς ξένον, αλλά συνέχεται με αυτήν την ίδίαν ημών ύπαρξιν. Σήμερον είναι πλέον ή βέβαιον ότι τόσον οι πρώτοι (οι Αλβανοί)  όσον και οι δεύτεροι (οι Έλληνες) είναι αυτόχθονα έθνη εν τη Ιλλυρική. Η ιστορία των πλειστάκις συνταυτίζεται εις τοιούτον βαθμόν, ώστε επί μακρούς χρόνους Έλληνες και Αλβανοί είναι εν σώμα πολιτικώς, αλλά και εθνολογικώς και εθνογραφικώς. Από των Κεραυνίων και από της κοιλάδος του Δρίνου μέχρι του Αιγαίου τίποτε το ιδιάζον δεν χωρίζει τους Έλληνας και Αλβανούς και εάν η θρησκεία δεν ενεφιλοχώρει, όπως μεταβάλη τους μεν των Αλβανών εις Μωαμεθανούς, τους δε εις καθολικούς, Έλληνες και Αλβανοί θ’ απετέλουν δίγλωσσον οικογένειαν».
Στο τεύχος του περιοδικού Ελληνισμός, όπου δημοσιεύτηκε η προκήρυξη του Αρβανίτικου Συνδέσμου Αθηνών, γράφτηκε ως πρόλογος ένα ενδιαφέρον κείμενο με τίτλο ''Ελλάς και Αλβανία'', στο οποίο ξεκάθαρα αναφέρεται η Αλβανική καταγωγή των Αρβανιτών και τονίζεται η συνεισφορά της Αλβανικής φυλής στην Επανάσταση του 1821. Ας δούμε τι λέει το κείμενο αυτό: «Η Ελληνική Παλιγγενεσία επετεύχθη διά των εθνικών του Ελληνισμού δυνάμεων, αλλ’ ουκ ολίγον συνετέλεσεν  εις την αποπεράτωσιν του αγώνος η μεθ’ ημών συνεργασία της φυλής εκείνης, ήτις ηγωνίσθη εν τη πρώτη γραμμή και κατά ξηράν και κατά θάλασσαν. Η φυλή αύτη είναι η Αλβανική, από παλαιοτάτου χρόνου συγγενής προς την Ελληνική. Οι Έλληνες μετά δυσκολίας ήθελον τολμήση κατά τας αρχάς του αιώνος τούτου να αποσείσωσι τα δεσμά τυραννικής εξουσίας, αν δεν εγνώριζον εκ των προτέρων, ότι θα είχον συμπράκτορας και συναγωνιστάς τους Αλβανούς. Από του Σουλίου και της λοιπής Ηπειροαλβανίας, από των νήσων της Ύδρας και των Σπετσών, ο Ελληνισμός έλαβε τους γενναιοτάτους των κατά ξηράν και θάλασσαν προμάχων. Ήσαν ούτοι Αλβανοί συγχρόνως και Έλληνες, διότι εκ των ιστορικών αυτών παραδόσεων εγνώριζον άνευ των δεδομένων της επιστήμης, ότι κατήγοντο από των αυτών προγόνων». Το κείμενο αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, γιατί δεν γράφτηκε από Αρβανίτες, αλλά από Έλληνες επιστήμονες. Εκδότης του περιοδικού Ελληνισμός ήταν ο Ν. Καζάζης που είχε ιδρύσει την εταιρεία Ελληνισμός, που αγωνιζόταν για τα εθνικά θέματα του Ελληνισμού.
Ο διαπρεπής Αρβανίτης φιλόλογος Π. Κουπιτώρης στο βιβλίο του ''Αλβανικαί Μελέται'' που δημοσιεύτηκε το 1879 γράφει: «Οι ορθόδοξοι Αλβανοί συνέπραξαν προς κοινήν ανεξαρτησίαν μετά των Ελλήνων. Η επανάστασις ήτο σχεδόν εξίσου Αλβανική όσον και Ελληνική. Και κατά το τρίτον τουλάχιστον μέρος του Ελληνικού βασιλείου οι Αλβανοί εισίν υπεράριθμοι των Ελλήνων. Οι εν Ελλάδι Αλβανοί ουδέποτε αντεποιήθησαν της αλβανικής εαυτών ιδιότητος ουδ’ εχώρισαν ή διέκριναν εαυτούς από των Ελλήνων, αλλά και αυτός ο Μάρκος Μπότσαρης και ο Μιαούλης επίστευον εαυτούς Έλληνας».

Η ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ ΤΩΝ ΑΡΒΑΝΙΤΩΝ ΤΟΥ 1899. ΟΙ ΜΠΟΤΣΑΡΗΣ, ΣΕΧΟΣ, ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ ΟΜΟΛΟΓΟΥΝ ΟΤΙ ΟΙ ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ ΕΙΝΑΙ ΑΛΒΑΝΙΚΗΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ

ΟΙ ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ ΗΤΑΝ ΑΛΒΑΝΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΒΑΝΟΙ ΗΤΑΝ Ο ΙΔΙΟΣ ΛΑΟΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ, ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ ΤΩΝ ΑΡΒΑΝΙΤΙΚΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΤΟ 1899
Όλοι αυτοί οι πλαστογράφοι της Αρβανίτικης ιστορίας θα λάβουν την απάντηση από το στόμα των ίδιων των Αρβανιτών, των εγγονών των Αρβανιτών επαναστατών του ’21. Από τον Σέχο, τον Μπότσαρη και τον Τζαβέλλα, οι οποίοι ήξεραν καλύτερα από κάθε σύγχρονο την καταγωγή τους και την καταγωγή των παππούδων τους. Θα παρουσιάσουμε λοιπόν την Προκήρυξη του Αρβανίτικου Συνδέσμου της Ελλάδος, που συντάχθηκε το 1899 από τους Σέχο, Μπότσαρη και Τζαβέλλα. Η Προκήρυξη δημοσιεύτηκε το Μάιο του 1899 από το περιοδικό Ελληνισμός που εξέδιδε η εθνική εταιρεια Ελληνισμός και επανεκδόθηκε το 1995 από τον Αριστείδη Κόλλια. Παραθέτουμε την προκήρυξη με τη γλωσσική μορφή και την ορθογραφία στην οποία γράφτηκε.


ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ ΤΟΥ ΑΡΒΑΝΙΤΙΚΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΑΔΕΡΦΟΥΣ ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ ΤΗΣ ΑΡΒΑΝΙΤΙΑΣ

ΑΔΕΡΦΙΑ! Σας λέγομε και σας ονομάζομε αδέρφια, γιατί όσο κι αν μας χωρίζουν ο τόπος κι η θρησκεία, δεν παύομε να είμεστε αδέρφια, επειδή όλοι οι αρβανίτες, όπου και αν βρισκομέστε σήμερα, είμαστε απόγονοι των Πελασγών. Σήμερα βρισκόμεστε σ' εποχή που αναγεννιούνται τα έθνη. Κυττάξετε τους Έλληνες! Ήταν σκλάβοι και δούλευαν κάτω από τον Τουρκικό ζυγό. Ξύπνησαν μια μέρα στη φωνή του Ρήγα τους, και σηκώθηκαν, έσπασαν τα σίδερα της σκλαβιάς, έδιωξαν τον τύραννο από το χώμα τους και γίνηκαν βασίλειο. Κυττάξετε τους Σέρβους! Επαναστάτησαν κι ελευτερώθηκαν!  Κυττάξετε τους Μαυροβουνιώτες!...Ημείς μονάχα οι Αρβανίτες, είμεστε ακόμα στον ύπνο, κι οι εχτροί μας μας περικυκλώνουν και θέλουν να μας καταξεσκίσουν και να μας κατακομματιάσουν!  Η Αυστρία έχει το μάτι καρφωμένο στην Αρβανιτιά μας. Η Ιταλία θέλει τον Αυλώνα μας. Το Μαυροβούνι θέλει τη Σκόντρα μας, η Σερβία, η Βουλγαρία κι η Βλαχία αντιμάχονται για τα Μπιτώλιά μας, για το Ντουράτσο μας, την Πρισρένη μας, και για την Κρόιά μας, την πόλη που χρησίμεψε ως πρωτεύουσα του Σκεντέρ μπεή μας! Όλα τα έθνη που είχε πατήσει η Τουρκιά πιο λίγο, πιο πολύ ελευτερώθηκαν κι ημείς, οι αρβανίτες, βρισκόμεστε χωρίς δική μας λευτεριά, και το χειρότερο που χάσαμε την εθνική μας ύπαρξη, και λογαριαζόμαστε από τον κόσμο ως τούρκοι, ενώ δεν είμεστε καθόλου τούρκοι αλλά καθαροί αρβανίτες, απόγονοι των Πελασγών.

Παρατήρηση δική μου: Ποιά είναι η Αρβανιτιά που όλοι οι λαοί την επιβουλεύνται; Ποιοί είναι αυτοί οι Αρβανίτες που θεωρούνται Τούρκοι; Οι Τουρκαλβανοί!!! Αντικαταστήστε στην προκήρυξη τη λέξη Αρβανίτης με τη λέξη Αλβανός και τη λέξη Αρβανιτιά με τη λέξη Αλβανία και θα βγάλετε νόημα. Οι Αρβανίτες ήταν λοιπόν Αλβανοί! Οι Αρβανίτες (=Αλβανοί) της Ελλάδας (Σέχος, Μπότσαρης, Τζαβέλλας)  απευθύνονται με αυτή την προκήρυξη στους αδελφούς τους Αρβανίτες (=Αλβανούς) της Αρβανιτιάς (=Αλβανίας). Ας δούμε όμως τι άλλα λένε οι Αρβανίτες στην προκήρυξη αυτή:

Ημείς οι αρβανίτες είμασταν πάντοτε οι στήλοι της Τουρκίας. Το αίμα το αρβανίτικο τετρακόσια τόσα χρόνια έτρεξε και τρέχει σαν ποτάμι για τη ζωή της Τουρκίας. Αν ελείπαμε ημείς, η Τουρκία από πολλά χρόνια θα είταν φευγάτη από την Ευρώπη. Και όμως η Τουρκία δεν εννοεί να μας δώσει τη λευτεριά μας.

Παρατήρηση δική μου: Οι Αρβανίτες στήλοι της Τουρκίας; Άρα οι Αρβανίτες ήταν Αλβανοί, οι λεγόμενοι Τουρκαλβανοί!!! Αλλά για να δούμε παρακάτω το κείμενο:

Ήρθε, αδέρφια, ο καιρός που πρέπει όλοι οι Αρβανίτες νάχωμε μια γνώμη. Πρέπει να αφήσωμε την έχτρα που μας γέννησαν η Τουρκιά κι οι θρησκείες. Την Τουρκιά και τες θρησκείες πρέπει να τες αφήσωμε κατά μέρος. Η Τουρκιά είναι ξένο σώμα και πρέπει να τη πετάξωμε πέρα, η θρησκεία είναι για τον καθένα χωριστά και πρέπει ο καθένας να την βαστάξει όπως την ηύρε. Θα ήταν καλό να είμασταν οι αρβανίτες όλοι μωαμεθανοί ή όλοι χριστιανοί, αλλά αφού βρισκόμεστε σε διάφορες θρησκείες: μωαμεθανοί και χριστιανοί, και σε διάφορες αιρέσεις: ορθόδοξοι, παπιστάνοι, μουσουλμάνοι, μπεκτασλίδες, ρουφαΐδες καλόν είναι να αφήσωμεν τες θρησκείες και τες αιρέσεις κατά μέρος.

Παρατήρηση δική μου: Ποιοί είναι αυτοί οι Αρβανίτες που είναι Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι και ανήκουν σε όλες αυτές τις αιρέσεις; Μα ασφαλώς οι Αλβανοί!!! Ας δούμε όμως τη συνέχεια της προκήρυξης:

Είπαμαν ότι είμεστε περικυκλωμένοι από εχτρούς. Το μόνο κράτος απ’ όλα όσα ξεφύτρωσαν από τες στάχτες, κι από τα χαλάσματα της Τουρκίας που έχει εγγυημένη την ύπαρξή του απ’ όλη την Ευρώπη είναι η Ελλάδα. Επίτηδες σας λογαριάσαμαν την Ελλάδα σαν εχτρό μας, γιατί η όψη των πραγμάτων έτσι τη δείχνει.  Αλλ' αν βαθύνουμε λίγο στην ουσία, αν συμβουλευτούμε λίγο την ιστορία, αν εξετάσωμε το πράγμα καλά, θα ιδούμε ότι η Ελλάδα δεν έχει καμμιά έχτρα μ' εμάς.

Παρατήρηση δική μου: Είναι σαφής η διάκριση που γίνεται στην προκήρυξη ανάμεσα στους Αρβανίτες και τους Έλληνες. Άρα άλλο Αρβανίτες, άλλο Έλληνες. Αλλά για να δούμε παρακάτω την προκήρυξη. Αυτά που λένε οι Αρβανίτες εδώ χαλάνε και την προπαγάνδα των σύγχρονων Ελλήνων και των Αλβανών:

Η Ιστορία μας λέγει ότι οι Έλληνες είναι απόγονοι των Πελασγών, των παππούδων μας, ότι Έλληνες κι Αρβανίτες, κατά τους βυζαντινούς χρόνους είχαν μια θρησκεία, ένα βασίλειο, και μια πατρίδα, κι ότι ο Σκεντέρμπεης μιλούσε κι Αρβανίτικα κι ελληνικά κι έγραφε την ελληνική γλώσσα σαν έλληνας, κι ότι η Ελλάδα η σημερινή είναι έργο αρβανίτικο κι ελληνικό.

Παρατήρηση δική μου: Άρα οι Έλληνες και οι Αλβανοί/Αρβανίτες είναι συγγενείς λαοί, αφού είναι απόγονοι των Πελασγών. Και όμως η σύγχρονη Ελληνική προπαγάνδα παρουσιάζει τους Πελασγούς ως Έλληνες και τους Αλβανούς ως μη Πελασγούς, ενώ η σύγχρονη Αλβανική προπαγάνδα παρουσιάζει τους Πελασγούς ως Αλβανούς και τους Έλληνες ως μη Πελασγούς!!! Και στην προκήρυξη φαίνεται ξεκάθαρα ότι ο Σκεντέρμπεης ήταν Αλβανός/Αρβανίτης και όχι Έλληνας, αφού, όπως το κείμενο λέει, ήξερε να γράφει και Ελληνικά σαν Έλληνας. Σαν Έλληνας, αφού ήταν Αρβανίτης/Αλβανός. Ας δούμε όμως τη συνέχεια της προκήρυξης:

Στον αγώνα του 1821, που έκαμε η Ελλάδα εναντίον της Τουρκίας αγωνίστηκε κι η δική μας φυλή, η αρβανίτικη, και με τη βοήθεια τη δική μας, την αρβανίτικη, ελευτερώθηκε η Ελλάδα. Ανάμεσα σε τόσους ήρωες που ανέδειξε η ελληνική επανάσταση του 1821 όλοι οι θαλασσινοί ήρωες, εξόν μόνον από τους Ψαριανούς, είταν Αρβανίτες. Οι πλειότεροι ήρωες της Στεριάς είταν αρβανίτες. Εξόν από τους χριστιανούς αρβανίτες είταν και τρεις - ήμισυ χιλιάδες αρβανίτες μωαμεθανοί που πολεμούσαν μαζί με τους Έλληνες εναντίον των Τούρκων, και αρχηγοί αυτωνών των αρβανιτών είταν ο Ταφίλ-Μπούζης, ο Γκιολέκας, ο Χόντος, και άλλοι φημισμένοι καπεταναραίοι αρβανίτες. Δεν θα πούμε κανένα ψέμα, αδέρφια, αν πούμε ότι οι Αρβανίτες ελευθέρωσαν την Ελλάδα!

Συμπερασμα: Στην επανάσταση του ’21  πολεμούσαν στο πλευρό των Ελλήνων και Αρβανίτες, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι. Και η επανάσταση ήταν Ελληνοαλβανική. Συνεχίζει η προκήρυξη:

Στην καρδιά του ελληνικού και του αρβανίτικου λαού είναι ριζωμένο το αίστημα της συγγένειας, που έχουν οι Έλληνες με τους Αρβανίτες. Ο Έλληνας πριν γείνει Έλληνας, είταν Αρβανίτης, δηλαδή Πελασγός. Έλληνας θα ειπή: Αρβανίτης πολιτισμένος.

Αφού οι Αρβανίτες στην προκήρυξη αυτή δείχνουν τη συγγένεια που έχουν με τους Έλληνες, εξηγούν στους Αλβανούς αδελφούς τους στην Αλβανία τους λόγους για τους οποίους πρέπει να ενωθούν με την Ελλάδα. Ας δούμε τη συνέχεια της προκήρυξης:

Ελλάδα χωρίς Αρβανιτιά και Αρβανιτιά χωρίς Ελλάδα είναι πράγματα μισά. Όταν η Ελλάδα κι η Αρβανιτιά σμίξουν, τότε θα γείνει μια μεγάλη Ελλάδα  και μια μεγάλη Αρβανιτιά. Τους Έλληνες τους γνωρίζομε και μας γνωρίζουν. Ζήσαμε χιλιάδες χρόνια με τους Έλληνες και ζούμε ακόμα σαν αδέρφια. Χιλιάδες Έλληνες ζούνε μέσα στην Αρβανιτιά και χιλιάδες Αρβανίτες ζούνε μέσα στην Ελλάδα και ποτέ ώς τα σήμερα δεν ήρθαν σε αμάχη, αλλά στην Αρβανιτιά οι Έλληνες με τους Αρβανίτες ζουν σαν αδέρφια και στην Ελλάδα οι Αρβανίτες με τους Έλληνες ζούνε σαν αδέρφια. Ό, τι είναι ελληνικό είναι κι αρβανίτικο κι ό, τι είναι αρβανίτικο είναι κι ελληνικό. Το αίμα νερό δε γένεται! Κυττάξετε, αδέλφια, πόσους μεγάλους λόγους έχομε να γείνωμε ένα με τους Έλληνες, ενώ δεν έχομε κανένα λόγο να ζυγώσωμε τους Ιταλούς, τους Αυστριακούς, τους Σέρβους και τους Βουλγάρους!!! Όταν λέγωμε να γείνωμε ένα με τους Έλληνες, δεν εννοούμε να σμίξωμε τες θρησκείες μας ή την κυβέρνησή μας. Τέτοια σμίξη δεν την εννοούμε, ούτε τη θέλομε! Ημείς θέλομε από την Ελλάδα ν’ ασφαλίσωμε τον τόπο μας, ν’ αναστήσωμε το εμπόριό μας, να φωτιστούμε από την παιδεία της. Ημείς εννοούμε η Ελλάδα να έχη ισχή ως κράτος στην Ελλάδα, κι η Αρβανιτιά στην Αρβανιτιά, και όχι η Αρβανιτιά να είναι υποκείμενη στην Ελλάδα. Εννοούμε την ένωση μόνο σε μια φανερή και συμφωνημένη συμμαχία κι επιμαχία, έχοντας τον ίδιο Βασιλιά, τον ίδιον υπουργό του Πολέμου, και να πολεμάη υποχρεωτικώς η Ελλάδα χάριν της Αρβανιτιάς κι η Αρβανιτιά χάριν της Ελλάδας, μ' ένα λόγο να έχωμε τους ίδιους φίλους και τους ίδιους εχτρούς. Εννοούμε η Αρβανιτιά να έχη ξεχωριστό στράτευμα, ξεχωριστή χωροφυλακή, ξεχωριστή αστυνομία, ξεχωριστή διοίκηση, ξεχωριστό ταμείο, ξεχωριστά δικαστήρια, ξεχωριστή παιδεία. Τέτοιο παράδειγμα έχομε την Αυστρία και την Ουγγαρία, όπου δεν υπάρχει κι η συγγένεια που υπάρχει ανάμεσα Ελλήνων κι Αρβανιτών. Εμπρός αδέρφια! Ελάτε να γείνωμε ένα Ελληνοαρβανίτικο Βασίλειο, και πρέπει να γείνωμε, γιατί έχομε ένα αίμα, μια Πατρίδα κι ένα Θεό!

Αυτό ήταν το κείμενο της προκήρυξης που δεν αφήνει κανένα περιθώριο για παρερμηνείες. Οι Αρβανίτες συντάκτες της προκήρυξης Σέχος, Μπότσαρης και Τζαβέλλας θεωρούν τους Αρβανίτες Αλβανούς και απευθύνονται στους αδελφούς τους Αλβανούς της Αλβανίας. Θεωρούν όμως και τους Έλληνες συγγενείς τους, αφού και οι δύο, Έλληνες και Αρβανίτες/Αλβανοί, είναι Πελασγοί. Η προκήρυξη αυτή ανατρέπει τους ιστορικούς μύθους που επικρατούν για τους Αρβανίτες τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Αλβανία. Οι Αρβανίτες ήταν Αλβανοί και είναι και Έλληνες, επειδή ακριβώς είναι Αλβανοί. Και αυτό επειδή Έλληνες και Αλβανοί αποτελούν τον ίδιο και τον αυτό λαό, την ίδια και την αυτή φυλή. Το αίμα νερό δε γίνεται. Gjaku uj s' benet.

DEMETRIO CAMARDA: Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ (ΜΕΡΟΣ 21)

ΕΠΙΛΟΓΟΣ      

      S268. Θα πρέπει τώρα να αναφέρουμε ξανά εν συντομία τις κυριότερες, και πιο χαρακτηριστικές ομοιότητες, μεταξύ της αλβανικής και της ελληνικής γλώσσας από γραμματικής απόψεως.
      Η διαμόρφωση των λέξεων συμφωνεί στις δυο γλώσσες, εφόσον συναντάμε τις ίδιες παραγωγικές καταλήξεις και στις δυο τόσο στα ουσιαστικά όσο και στα ρήματα, όπως και στις άκλιτες λέξεις.
      Η κλίση των ουσιαστικών στην αλβανική παρουσιάζει πολλά κοινά σημεία με την ελληνική, και σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιεί τους, ελάχιστα παραποιημένους, αρχαίους σχηματισμούς όπως εκείνον της γεν. δοτ. πληθ. σε βε = φι. Ιδίως η κλίση των θηλυκών μπορεί να θεωρηθεί σχεδόν ίδια με εκείνη της ελληνικής.

      Τα άρθρα των δυο γλωσσών είναι ουσιαστικά τα ίδια : σε βαθμό που υπάρχει μεγαλύτερη ομοιότητα μεταξύ της αλβανικής και της ελληνικής, από ότι μεταξύ της ιταλικής, ρουμάνικης, ή γαλλικής με την λατινική.
      Στις αντωνυμίες, αν και είναι αρκετά διαφορετικές, εντοπίζονται τα ίδια ριζικά στοιχεία, καθώς και αναλογίες στον σχηματισμό, ή στην σύνθεση.
      Η πλειοψηφία των παραγωγικών καταλήξεων στο ρήμα της αλβανικής εντοπίζεται και στην ελληνική] όμως η αλβανική διατηρεί από τη μια κάποια ίχνη αυτών οι οποίες στην ελληνική έχουν αλλάξει σε μεγάλο βαθμό, και από την άλλη, κατά αναλογία με τις νεολατινικές γλώσσες, ή τις γερμανικές, έχει ελαχιστοποιήσει τους σχηματισμούς στους απλούς της χρόνους. Σε αυτό όμως βαίνει σχεδόν παράλληλα με την νεοελληνική, με την οποία ταιριάζει μοναδικά.
      Ενδιαφέρον παρουσιάζει στα αλβανικά ρήματα η ομοιότητα των 2ων παρακειμένων με τους πιο αρχαίους της ελληνικής, με την ίδια μετατροπή του ε σε ο. Βέβαια συναντάμε και ίχνη του 1ου , και 2ου αορίστου με τον ελληνικό τρόπο.
      Θα πρέπει επίσης να αναφέρουμε τα μέσο-παθητικά ρήματα σε με. – Κι αν σε ορισμένους σχηματισμούς του παρατατικού σε σςα η αλβανική απομακρύνεται από την αρχαία, πλησιάζει ωστόσο την νεοελληνική.
      Οι μετοχές της αλβανικής τόσο σε μe, όσο και σε νe= ρe (ν = ρ), φαίνεται να σχετίζονται αρκετά με εκείνες της ελληνικής γλώσσας. Έπειτα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η μετοχή ενεστώτα ενεργ. σε οις, ις, ες, στην οποία μας εκπλήσσει η ομοιότητα με την αιολική, τόσο στην ποιότητα, όσο και στην μορφή.
      Κάποιο ίχνος του αρχαίου απαρεμφάτου της ελληνικής μπορεί τυχαία να εντοπισθεί στην αλβανική.
      Γενικά ανάμεσα στις αλβανικές και τις ελληνικές μορφές, αν παρατηρήσουμε προσεκτικά τις πρώτες, και λάβουμε υπόψη τις φωνητικές μετατροπές, και τον διαφορετικό χαρακτήρα του κάθε ιδιώματος, καθώς και τις αλλαγές που επέρχονται από τον χρόνο, ή από τα ιστορικά γεγονότα του κάθε λαού, ανακαλύπτουμε μεγαλύτερες αναλογίες από ότι εκείνες μεταξύ των νέο-λατινικών γλωσσών και της λατινικής.
      Όσο για τα άκλιτα μέρη του λόγου, τα επιρρήματα παρουσιάζουν μεγάλη  ομοιότητα με τα ελληνικά τόσο στους σχηματισμούς] κάποιοι από τους οποίους είναι χαρακτηριστικοί της ελληνικής] όσο, και ακόμα περισσότερο, στις ρίζες. Ο δεσμός μεταξύ των δυο γλωσσών είναι μεγαλύτερος στις προθέσεις (αν και ορισμένες της αλβανικής σχετίζονται με εκείνες της ιταλικής)] και θα πρέπει επίσης να επισημάνουμε ότι συμφωνούνε και στον τρόπο δόμησης.
      Δεν είναι μόνο οι προθέσεις που ταιριάζουν στην σύνταξη με την ελληνική] αλλά εν μέρει και τα ουσιαστικά, ή τα επίθετα, και τα ρήματα.
      Έτσι στο σύνολο της σύνταξης η αλβανική γλώσσα συμφωνεί αρκετά με την πιο σύγχρονη ελληνική, και με τις νεολατινικές γλώσσες: παρόλα αυτά σε κάποιες ιδιαιτερότητες θυμίζει περισσότερο την αρχαία ελληνική.
      Αν παρατηρήσουμε το υλικό σύνθεσης της γλώσσας, ή τις ρίζες, θα ανακαλύψουμε πολλά κοινά στην κληρονομιά των δυο γλωσσών. Θα πρέπει όμως να αναγνωρίσουμε επίσης ότι η αλβανική συμμερίζεται περισσότερο από ότι η ελληνική το στοιχείο που ονομάζουμε πελασγό-ιταλικό (78). Γεγονός το οποίο υποδεικνύει την πρώιμη αρχαιότητα, ή οποία πιθανόν φτάνει στις απαρχές της ελληνικής, και της λατινικής γλώσσας] εφόσον η αλβανική ακολουθεί τον ίδιο κορμό με αυτές. Εκτός όμως από μορφολογικής απόψεως, και από λεξικής, κατά την γνώμη μου, αποκαλύπτεται η μεγαλύτερη σχέση της αλβανικής με την ελληνική, από ότι με την λατινική.
      Ακόμα κι αν βρεθεί κάποιος σοβαρός γλωσσολόγος που να μην δέχεται το βαθμό συγγένειας που εγώ αποδίδω στην αλβανική γλώσσα (την οποία άλλοι πριν από εμένα είχαν θεωρήσει ως ένα κατάλοιπο ενός αρχαιότατου πελασγό-αιολικού ιδιώματος), νομίζω ότι τουλάχιστον κανείς δεν μπορεί να μη δεχτεί την σύνδεση της με τις λεγόμενες ελλ.-λατινικές, ή ελλ.-ιταλικές γλώσσες.

                                          Σημειώσεις (ΣΤ).
(1)         Το ‘ράλe σχετίζεται με το ράδιο-ς, και το raru-s, λόγω του λ=ρ και δ: είναι όμως διαφορετικό από το ράδ-e (-a), νεοελλ. η αράδα, ρίζα άρω, ή ραδιος;
      Η λέξη κούρe, η σειρά, ή κατά λέξη η παράταξη, των Τυράννων (Hahn) πιθανόν σχετίζεται με το λατινικό cohor-s: μέ κούρe, σε παράταξη.
(2)         Από πeρπjέτe λόγω αποκοπής γίνεται και ρeπjέτe, όπως από πeρπάρα, ρeπάρα.
(3)         Το αλβ. σικ. βάλε-βάλe σημαίνει ο καλά ζεσταμένος επίρρ. και επίθ.] για τη λέξη κύμα λένε βάγ’ε. Αυτές οι λέξεις φαίνεται να σχετίζονται με ένα τμήμα του άβουλe (ελλ. αύελλα), ο ατμός, όπου αβουλόιje, βeλjόιje, ψήνω, βράζω κτλ. (και βαλjόιje) και με ένα τμήμα του βάλλω, όπως βάλ-α ή βαλe-jα, = βαλλισμός, ο χορός.
(4)         Με το πάκj και πάκjα σχετίζονται τα πάκjόιjeκαι παιτόιje, ειρηνεύω, ή παικτόιje, το ίδιο, και διαπραγματεύομαι : το παιτόιje ή πάjτόιje σημαίνουν και αμύνομαι, όπου παjτώρ, ειρηνοποιός, ή δικηγόρος : ρίζα pacτου pac-iscor, pango, κτλ. (βλ. CurtiusII. 98, 111, 241): cf. Σημειώσεις (Β) 15.
(5)         Οι δύο λέξεις έχθος και άχθος, παρά την διαφορετική τους σημασία, ίσως έχουν την ίδια ρίζα.
(6)         Διαφορετικό από το άφτ-ι, ή άχτ-ι, είναι το γκ. όφσς-ι (και όφσς-α;), ξέσπασμα ανέμου, ή φωτιάς, (Hh. Diz.), και το ουσιαστικό της αλβ. ιταλ. όχτ-α και όχ-α (Chetta), ορμή, δύναμη, πνοή. Σε ένα στοίχο της ωδής για τον Λάζαρο διαβάζουμε : φρίμα έ dρίτα, όχτα ι ου λjόσe, τέ dούαρτe ε τίρε γjέλα ι ου σόσe: η πνοή, το φώς, το σθένος του έσβησαν (πέθαναν), η ζωή του τελείωσε στα χέρια τους.
      Σον Chetta καταγράφεται όχα ε ζjάρμιτe, η θέρμη, η δύναμη της φωτιάς] στα ποιήματα του DeRada : οχτα ε σςίουτe, το ξέσπασμα βροχής. Το όφσςι και το όχτα (χ=φ) φαίνονται να είναι η ίδια λέξη] αλλά το ιταλ. αλβ. όχα, όχτα, σχετίζεται περισσότερο με τα ανάλογα της ελληνικής, όχος, οχός, όπου οχυρός, ή με το όχθ-η, -ος (ορισμένες φορές = μόχθος), και τέλος με το οχετός, τα οποία περιέχουν όλα την έννοια της ισχύος, και κάποια την έννοια του μέσου.
(7)         Είναι ίδιος ο σχηματισμός του τεjματάνe, από μεριά σε μεριά, στην άλλη μεριά, = τέjbè-άτe-άνe.
(8)         Παρά την ομοιότητα στον σχηματισμό της λατινικής λέξης cur, γιατί; δεν νομίζω να σχετίζεται με το αλβ. κούρ ή κούρe, πότε. Πιο πιθανό να σχετίζεται η λατ. με την αντων. ka-s, quis, cui, και ίσως με το are-s, ομοίως με το qua-re, του οποίου πιθανόν να αποτελεί εξαρχής μια συντομογραφία.
(9)         Αν και θα μπορούσε κανείς να φαντασθεί πως το τέπερ προέκυψε από το σίπερ, είναι πιθανότερο το επίρρ. τέπερ, υπερβολικά, πάρα πολύ] όπου το ρήμα τεπερόιje, υπερτερώ, και άλλες λέξεις] να προέρχεται από το επίρρ. πeρ-τέι: η έννοια είναι κάπως διαφορετική, αλλά δεν είναι αντιφατική με την αναλογία του τοπικού επίρρ. πeρ-τέι, εάν αντιστρέψουμε τα σύνθετα τέι-περ, τέ-περ] ή θα πρέπει να παραπέμπει στο ουσιαστικό τέπεjα;
(10)                       Ο D.L. σωστά σχετίζει το parandai με το παρελθόν] το basandai με το μέλλον, = πασανdάι : σύνθετο το πρώτο από το πάρe, το δεύτερο από το πάς, και ανdάι.
           Το μασί, από μας = πάς, και σί, σημαίνει αφού, εφόσον, στην σκοδριανή.
(11)                       Είναι αντίθετο στο κολάι, εύκολα, το επίρρ. και επίθ. φεσςτίρeή βεσςτίρe, δύσκολος, ο αηδιαστικός (αυστηρ-ός : cf. βeλjόιje κτλ. = αβουλjόιje), ή και ισχυρός, γόνιμος (Hahn) κατά επέκταση : βeσςτίρεμe, σχηματίζεται από την δεύτερη σημασία για να δώσει την έννοια του με πιάνει ναυτία. Το φόρτe, φόρτςιμ, επίσης, σημαίνει δύσκολος.
           Στο δοκίμιο γκ. μετάφρασης του C. 16 του s. Gio. που καταγράφεται από τον Hh. Ι. σελ. 299-300, στον στοίχο 21 διαβάζουμε : νούκ ε κουjτόν μά τè φeσςτίρeτe, αντί για ουκέτι μνημονεύει της θλίψεως] όπου η συγκεκριμένη έννοια του φeσςτίρe ή βeσςτίρe ταιριάζει απόλυτα με το αυστηρός, τά αυστηρά αντί τά δεινά.
(12)                       Ο Ascoliπιστεύει ότι θα ήταν αντί για το γjά, γjάν, το sant, asant, το οποίο βέβαια πλησιάζει το γκ. σενd, το πράγμα, το οποίο ίσως αυτός ονομάζει πολύτιμο πετράδι ινδοευρωπαϊκή (βλ. frammentilinguistic, από τα πρακτικά του Ινστιτούτου Λομβαρδίας, σελ. 15, Milano 1865). – Σε αυτό το άρθρο είδα με χαρά πως ο φιλόλογος μας είχε αποδοκιμάσει  τις απόψεις του Blau, τον οποίο κι εγώ έχω διαψεύσει στις Σημειώσεις (Α) 25.
(13)                       Σχετικά με το τίνες βλ. Hahn(Ι. σελ. 253), ο οποίος το σχετίζει με το Tinia, επίθετο του Βάκχου, και TinaGioveEtrusco, και τέλος με το ελληνικό Δήν.
           Αλλού όμως εντοπίζεται η σανσκρ. ρίζα tam, όπου το λατ. tene-brae (Schl. σελ. 716): σχετικά με το φσςέχας βλ. SS 58, 103.
(14)                       Θα πρέπει να επισημάνουμε πως μερικές φορές αυτή η κατάληξη φαίνεται να είναι μόνο χαϊδευτική, όπως το πάραζε, στους στοίχους που διαβάζουμε στον Rh. C. σελ. 13: βασςεζό νέστερ τeβέμι, πάρα πάραζε τ’ι θέμι τè μαρτέσeσε σά-νe, πρέ τ’ ε dσήνeπeρίνdε τά-νe, το οποίο νομίζω ότι θα μπορούσε να μεταφραστεί ως εξής : Ω μικρούλα! Αύριο πάμε, και με το πρώτο φως θα πούμε για το γάμο μας, ώστε να το μάθουν οι γονείς μας.
(15)                       Τον ίδιο σχηματισμό έχει και το αλβ. σικ. αμάχjεζιτ, από τον πόλεμο, μεταξύ των πολεμιστών : ρίζα μάχη.
(16)                       Το κλίσςκαζe ίσως σχετίζεται με το κλίτςe] το κοπάρθι με το κόπ-τ-ω, γιατί μοιάζει στο σχηματισμό με το κόπηθρον, κλείθρον, σκήπτρον, κτλ.
(17)                       Έχουμε αλλού υποθέσει την προέλευση του κjίσς, ή κjύσς, με την έννοια του πράγματα, από το κάφσςe = causa.
(18)                       Δεν ξέρω αν το επίρρ. τήλε, τάλε, σχετίζεται με το δηρόν, ενώ θα πλησίαζε περισσότερο τον αλβ. σχηματισμό dάλε, όχι όμως στην έννοια, εκτός κι αν μεταφέρουμε την ιδέα του χρόνου στον χώρο : κάτι το οποίο συνηθίζεται στα ιδιώματα.
(19)                       Το ουσιαστικό φάρα, η σπορά, ή φάρρα (Hahn), για να μην συγχέεται με την φάρα, cf. φάρσος, θα μπορούσε να σχετίζεται με το φυρ, φύρω, φύραμα; Όμως για το φάρα, η σπορά, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε το λατ. far-rum, far-ina (βλ. Curt. στα προαναφερθέντα Ι. 264-5) ρίζα bhar = φερ, παράγω, με το οποίο πιθανόν σχετίζεται το άλλο αλβ. ουσιαστικό bάρ-ι, το χορτάρι] cf. και ελλ. φορβή.
(20)                       Το bέιτε στη θέση του ίσως, το οποίο καταγράφεται από τον Hahn (Diz.) είναι τούρκικη λέξη, βλ. Blau το προαναφερθέν άρθρο.
(21)                       Με το ριζικό εγγύς σχετίζονται φυσικά τα eγγάς, eγγέτe, αγγίζω κτλ., και eγγίσσe, ή eγγίττe(=εγγίζω), κολλάω, ενώνω : όμως το eγγjίje, και επιπλέον το νjίι σκοδρ., ενώνω, νομίζω ότι σχετίζεται με το νjί, ένας: cf. Σημειώσεις (Γ) 25.
(22)                       Με το αλβ. σικ. ’νdούτου είναι πιθανόν ίδιο το dότ του Hahn, καθόλου, αντί για ’νdότ (eνdότe = eν-τότe). Το τούτι συνηθίζεται στην ελλ. αλβ.: πeσέ jάμeβάιζejό σί τούτι, σί αjό τςè κά τςιφούτι, Rh. C. σελ. 13. Και σποραδικά.
(23)                       Στην λέξη γjούαιje ο Hahn δίνει πολλές σημασίες, που δεν μπορούν να έχουν την ίδια ρίζα. Αυτός για παράδειγμα της αποδίδει και την σημασία του καλώ, η οποία οφείλεται στο κλούανje, = κjούαιje, κλύω ελλ. Για την έννοια του μοιάζω παραπέμπει στο γjάιje, στο αλβ. σικ. γλάσje, 2ο και 3ο πρόσωπο γλέτ, μοιάζω : και αυτή η λέξη θα μπορούσε να σχετίζεται με το είκελος, είκω, εικάζω (ρίζα jικ, εικ, δικ, δjικ, cf. δείκω, έοικε, βλ. Curt. ΙΙ. 227-9), αλλά πιθανότερα εγώ την σχετίζω με το γλαύσσω, λεύσσω. Όσο για το γjούαιje, γjάιje, χτυπώ, κυνηγώ, ή απρόσωπο συμβαίνει, μπορεί να σχετισθεί με το jacio, icio, ή με το ελλ. ιώκω, διώκω, ή καλύτερα με το κλάω (κλαδάω, cf. λατ. clades), παραπέμποντας στο ουσιαστικό γjά-jα, = *κλά, ή *γλά-jα, το κυνήγι.
           Θα πρέπει όμως να συγκρίνουμε με το γjάjα και τη ρίζα της σανσκριτικής ja, πάω, που αναγνωρίζεται στο ελλ. δα του αρχαίου δα-τέν = ζητείν, που έγινε από ja = dja = ζα, ζη, ψάχνω, πάω ψάχνοντας (cf. S 118, nn.). Με το αλβ. γjά (όπου τότε δεν θα χρειαζόταν να υποθέσουμε το μαλάκωμα του λ) θα μπορούσε να θεωρηθεί ίδιος ένας σχηματισμός του αρχαίου dja (=γjά) όπως στην λέξη γjάλe, ο ζωντανός.
           Μια άλλη τροποποίηση της ίδιας ρίζας, ακόμα και στην ίδια γλώσσα, μπορεί να είχε δημιουργήσει κι άλλες λέξεις.
(24)                       Για τη λέξη εικάζω χρησιμοποιείται καλύτερα το απικάσe, από το ελλ. απεικάζω (βλ. Hahn Dizion.).
(25)                       Έχουμε δει πως το άσ μπορεί να ενώνεται και με άλλες λέξεις όπως στο ασ-πάκe, τελεία, necparum, ασ-γjή, τίποτα απολύτως, neremquidem.
(26)                       Το χεκjίμe είναι τουρκική λέξη (Hh). και σημαίνει γιατρειά, ενώ στην αλβ. : deρτίμe, eνdρέπα, eνdρέκjjα, eνdρέκj-μεjα, -ουρα, οριστική.
(27)                       Το ίδιο παρατηρείται και στο yàta, yat, το οποίο μπορεί να είναι ουδέτερο, αλλά και σύνδεσμος = quod (ib. p. 46).
(28)                       Έχουμε επισημάνει σχετικά με τις αντωνυμίες πως το κjè, όπως και μερικές φορές η αντωνυμία της ιταλικής che, χρησιμοποιείται ως αναφορικό, ενώ οι προθέσεις που χρειάζονται εννοούνται : όμως η αλβ. συχνά βάζει την αντων. ή το μόριο της δεικτικής αντων.: πχ. αί κjè ι δουρόι μη τè σςούμe, εκείνο το οποίο του ταίριαζε περισσότερο, Λουκάς VII. 2 : jά ’Ισραιλίτι ι βeρτέτeκjè μbè τè νούκ’ èσςτedjαλλeσί, να ο πραγματικός Ισραηλίτης, που δεν έχει κακία, Ιωάννης Ι. 48.: βλ. HahnGram. σελ. 102, Dizion. Σελ. 54 και συνέχεια.
(29)                       Αυτή η λέξη, η οποία είναι συγγενική με το κόπ-τω, κοπίς, προφέρεται και κόπeσα, ενώ υπάρχει κα το μολίτσα (από το μολίσe, μολjέψe;): ο Stier, n. 186-87, υποψιάζεται το κώνωψ, και το μύλη. Θα πρέπει έπειτα νε διαχωρίσουμε το κόπσα (κόψα), το αγκίστρι, αντίθετο του θιλέ-jα (cf. θήλυ, εια), που πιθανόν έχουν την ίδια προέλευση.
(30)                       Για αυτές τις φράσεις βλέπε τον Hahnστα ll. cc.
(31)                       Ενδιαφέρον παρουσιάζει το επίρρ. σά που μερικές φορές ενώνεται με την αιτ. : πχ. Ε μjέρα κjè σ’κάμ bάχτ, - bούρρeνjè θeρίμeσά τσίτσeνeτίμe, η δύστυχη, που δεν έχω τύχη, έχω για άντρα ένα μικροσκοπικό σαν το στήθος μου, Hh. ΙΙ, 133. Η λέξη bάχτ, τύχη, είναι τούρκικη.
(32)                       Το σέ = τι, χρησιμοποιείται για τους συγκριτικούς όπως το ιταλικό che, γαλλ. que  : αλλά στην σκοδρ. μπορεί να σημαίνει το ή το διαζευκτικό, και το όπως, = σί.
(33)                       Και στην νεοελλ. πολλοί λένε νά αντί για αν.
(34)                       Θα αναφέρω ένα μόνο παράδειγμα από την Ιλιάδα XX. 32-4, βάν δ’ίμεναι πολεμόνδε θεοί…ηδέ Ποσειδάων γαιήοχος, ηδ’ εριούνης Ερμείας κτλ.
           Για την αλβανική αρκεί να ανοίξουμε την Κ. Δ. και θα το συναντάμε συνέχεια. Διαμορφώνεται από τον συνδυασμό με άλλα μόρια.
(35)                       Δεν θα μπορούσε να έχει σχέση και το ιταλ. pure, αν όχι però το οποίο φαίνεται να προέκυψε από το per-hoc?
           Οι γκέγκοι χρησιμοποιούν και το μόι, ή μώι αντί του αλλά, το οποίο ίσως σχετίζεται με το όμως.
(36)                       Σχετικά με την δωρική συνήθεια, ιδίως λακωνική, του ρ αντί για ς, παραπέμπω στον CurtiusII. 39: μούρκορ = μύσκος] μιρ-γάβωρ = μισ-γήως (crepuscolo)] τίρ = τις, κτλ.] και στον Ahrensdor. 71-4.
(37)                       Το πράν με την έννοια του πριν, πρώτα, cf. σανσκριτικό pra, συναντάται και σε μερικές άλλες σύνθετες λέξεις όπως το pran-veraγκ., η άνοιξη. Με αυτές συνδέονται οι ελληνικές λέξεις πρίν, πρό, πράν δωρ., πρώην, πρωί κτλ. (Curt. Ι. 249).
(38)                       Αυτό το ιδίωμα συχνά διατηρεί κάποια πανάρχαια κατάλοιπα : ωστόσο συμφωνεί σε πολλά με την αλβανική.
(39)                       Υπενθυμίζω τη λέξη με-νάττe(νάτe) ως άμα νυκτί. – Ενδιαφέρον είναι επίσης η φράση μέ κόχe, εν καιρώ (το κόχe, φαίνεται εν συντομία του οκωχή αντί για καιρός).
           Το μέ άνe σημαίνει με το μέρος του, ή μέσω του, από, και παίρνει την γενική. Φαίνεται να διαμορφώνεται από τον συνδυασμό της πρόθεσης μέ και του ουσιαστικού σί, το μάτι, το ρήμα μεσίνje, κλείνω το μάτι.
(40)                       Υποθέτω ότι η ελλ. και αλβ. πρόθεση κα εξαρχής ίσως δεν διέφερε από το εκ, λόγω μετάθεσης : όσο για το φωνήεν cf. γά=γέ.
(41)                       Και στην τοσκ. σε διάφορα μέρη της Ελλάδος λένε όμως κά, ιδίως στις Σπέτσες, και στην Ύδρα. Σε ένα ποίημα διαβάζουμε : βάλjeτeε bλέε κά μοναστίρι, το λάδι το αγοράζει κανείς από το μοναστήρι, ακριβώς όπως θα λεγόταν στην ιταλό-αλβ.
(42)                       Με όλον τον σεβασμό προς τον διακεκριμένο Bopp μου φαίνεται πιο αληθοφανής αυτή η συσχέτιση παρά εκείνη που κάνει εκείνος (σελ. 43) με την σανσκριτική πρόθεση sa-kam, cum, con.
(43)                       Βλέπε παραπάνω τη σημείωση (40) σχετικά με το κά, του, από, =εκ (;)
(44)                       Στον D.L. σελ. 196, εντοπίζεται το τέ (tè) στη θέση του τέje, για την έννοια του από εκεί, από εδώ] και αυτός του δίνει, σαν πρόθεση, την αιτιατική πτώση : telùmene, από την από δω μεριά του ποταμού, teperrùune, από την από κει μεριά του ρέματος.
(45)                       Βλέπε CurtiusΙ. σελ. 273. – Στον Bianchi έχουμε λόγω αποκοπής der = nder. Ο Bopp πιστεύει ένα μόνο πράγμα ’νdè, και ’νdèρ, ή  der, νdέρ, και υπενθυμίζει το περσικό der, ender, = σανσκριτικό antar.
(46)                       Δεν έχει δίκιο ο Bopp όταν, στην σελ. 41, μας βεβαιώνει ότι αυτή η λέξη λείπει από τον D.L., ο οποίος την καταγράφει στην σελ. 200, ανάμεσα στα τοπικά επιρρήματα με την μορφή siperi.
(47)                       Στην υπόθεση του σύνθετου σί-περ, όπως στο τέ-περ, η πρόθεση πέρ μόνη της θα δήλωνε την έννοια του πάνω] και αυτό την βολεύει για το μόριο με το περί και υπέρ, και το επιβεβαιώνει η λατινική συνήθεια, όπου το per έχει την ικανότητα να ανεβάζει τα επιρρήματα στον υπερθετικό (βλ. CurtiusI. 239). – Αλλά σχετικά με το τέπερ δεν μπορούμε να παραλείψουμε το ουσιαστικό τέπε-jα, cf. Σημειώσεις (Β) 101, αν και πιθανόν υποδηλώνει διαφορετική προέλευση.
(48)                       Το π μετά το μ είναι γνωστό ότι στην νεοελληνική προφέρεται μπ, και στην αλβανική : εμποδίζω (embodìzo), αλβ. ’μbοδίσe, εμποδίζω, cf. ’μbοδιάσe, δυσκολεύω] ’μbάιje, = *εμπάω κτλ.
(49)                       Ομήρου Ιλ. ς΄ : τά δ’όπισθεν αρεσσόμεθα] και Ησίοδος ή πού πολλά μετεστοναχίζετ’ οπίσσω, Scut. Hercul. βλ. 92.
(50)                       Και το πόσςτe αποτελεί πρόθεση : πόσςτe μάλjιτ, κάτω από το βουνό, βλ. Hahn σελ. 91., αν και πιο συχνά χρησιμοποιείται σαν επίρρημα.
(51)                       Ο σχηματισμός που καταγράφεται από τον Hahn ως γκ., και αναφέρεται από τον Bopp, μbάρα αντί για πράπα, eμbράπα, δεν ξέρω σίγουρα αν το eμbάρα μοιάζει περισσότερο συγγενικό με το πάρα από ότι με το πράπα.
(52)                       Αντί για πράπεσμι γίνεται και πράσμι, αλβ. σικ. πράμπι, ή πράπeμι γκ., όπου πράπeμεjα, το τέλος. Είναι ωστόσο αξιοσημείωτο ότι πολλές λέξεις προέρχονται από το πράπα, πχ. το επίθετο ι πράπι, ο αντίστροφος, ο καταραμένος, ο παράξενος, ο ανώμαλος] το ρήμα πράπe, εμποδίζω (απωθώ), πραπετσόιje, ή ’μbραπeσόιje, αντιστρέφω, καταστρέφω, ανάστατον ποιώ] πραπeτσία, ’μbραπeσία, η ατυχία, η αναποδιά] πράπeτe επίρρ.,  ανάσκελα, ανάποδα, ή ουσιαστικό η αναποδιά (βλ. Hahn Diz. 104-5).
(53)                       Ίσς βdέκουρe, έ πά ρόι, ήταν νεκρός και ξαναζωντάνεψε, και ανέζησε, L. XV. βλ. 24 : φαίνεται ως αποκοπή του πάλιν.
(54)                       Η ελλ. πρόθεση παρά μετατράπηκε σε πeρ στο ρήμα πeρ-μeλjέσe (Rh.) που νομίζω = παρα-μελέω, και σημαίνει σπάω, παραβιάζω, κυρίως την σαρακοστή, cf. παρ αιολ. = παρά: και για αυτήν cf. Σημειώσεις (Γ) 23.
(55)                       Σύμφωνα με την παραπάνω υπόθεση σχετικά με το πρέ = πρέ-ς, πρό-ς, δεν θα πρέπει να την μπερδέψουμε με την άλλη πρόθεση πρέ = πρό, η οποία δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πέρα από συνδυασμούς, αποκαθιστώντας καλύτερα το πάρα με την γενική.
(56)                       Η λέξη καρσςί (κάρσςι) που καταγράφεται από τον Hahn ως συνώνυμη με το κούνdρe φαίνεται τουρκικής προελεύσεως, αν και θα μπορούσε να σχετίζεται και με το κάρσιος (καρσία), ο εγκάρσιος, ή που βρίσκεται πλάγια. Στην ίδια οικογένεια θα μπορούσαμε να ταξινομήσουμε το γκ. ρήμα κρασςόιje, συγκρίνω.
(57)                       Παρόλα αυτά το σανσκριτικό satjas θα μπορούσε να ταξινομηθεί κάπου ανάμεσα στο αλβ. (γκ. σκοδρ.) ι βέτουμι, ο μόνος, και το ελληνικό επίθ. Fέτυμο-ς = έτυμο-ς, αληθινός, αυθεντικός, ή ετήτυμο-ς: με τον οποίο τελευταίο σχηματισμό έχω ήδη σχετίσει το αλβ. επίθ. ι φeτέτι (φeτέτ-eμι, -τουμι), ο πραγματικός, επίρρ. φeτέτe, πράγματι. Το βέτς = vèce στην σκοδρ. χρησιμοποιείται με την έννοια του μονάχα.
(58)                       Εδώ θα προσθέσω ότι θα μπορούσε ίσως κανείς να σκεφτεί το εν, και το ένη (=τελευταίος), τελικά, εν τέλει, επομένως μέχρι, έως.
(59)                       Ο Curtius Ι. 308 σχετίζει με τις ρίζες rath, rat, και τα *ε-ρέτ-jω = ερέσσω, και υπη-ρέτ-ης κτλ.
(60)                       Το ι σςκρέτι με το προθετικό σς προέρχεται από το ρήμα που έχουμε δει κρέιje, κρένιje, αποκόβω, παίρνω, χωρίζω, = κρίνω, λατ. cerno, σανσκρ. kar, kir-ami, πετώ εκτός, προς (βλ. S30).
           Από το ι σςκρέτι έχουμε επομένως τα ε σςκρέτ-α, ή σςκρετία, η μοναξιά, η έρημος, και άλλα παράγωγα, όπως το ρήμα σςκρετόje, απομονώνω, ερημώνω.
(61)                       Αυτό αναφέρεται συγκεκριμένα στους χριστιανούς αλβανούς που ανήκουν στην Ανατολική Εκκλησία.
(62)                       Στο έργο του ο Blau φαίνεται να μην αμφισβητεί την αρχαιότητα αυτού του αλφάβητου, και αναδεικνύει την συγγένεια του με εκείνο της Λυκίας το οποίο μοιάζει σχεδόν ελληνικό : ίσως αυτό είναι το πιο έγκυρο μέρος του έργου του.
(63)                       Αυτή η λέξη που ο Hahn μεταφράζει σάκος, λείπει από το Diz., ενώ υπάρχει το όμοιο του τράστ-α: σε αυτό το παράδειγμα γράφεται dράσςτα. Στην αλβ. σικ. τράστα = dράστα, η τσάντα, ο ταξιδιωτικός σάκος. C.f. δράσσω, δράττω, δράξ, δράστης.
(64)                       Όσο για κάποια από τα υπόλοιπα παραδείγματα που καταγράφει ο Hahn (σελ. 39) δεν θα συμπεριλαμβάνονταν σε αυτήν την εξαίρεση εάν τα λάβουμε υπόψη ως ουδέτερα ενικού, όπως σκέφτηκα στο S 182, αντί για ουσιαστικά πληθυντικού. Έτσι δεν είναι απαραίτητο να οφείλεται σε κάποια άλλη εξαίρεση η αντωνυμία ενικού μαζί με το ουσιαστικό πληθυντικού: πχ. στο λjύειj(ή λjύεχj προστακτική) κρίετeτάτe, άλειψε το κεφάλι σου, όχι τè του, το οποίο θα ήταν ο πληθυντικός, όπως επισημαίνει ο Hahn: στο παράδειγμα djάθτeίσςτeτè πίκeτe το επίθ. μπορεί να θεωρηθεί και ουδέτερο, το τυρί είναι πικρό. Έτσι πιστεύει ο Rh. (βλ. ll. cc).
(65)                       Έχουμε επισημάνει πως το jεσςίλe είναι τούρκικη λέξη, και σημαίνει ο πράσινος. Στην αλβανική ι βέρδe, και ι γjέλbουρe] ο λαός όμως έχει συνηθίσει να μπερδεύει αυτές τις λέξεις, δίνοντας συχνά στο ι βέρδe, που σημαίνει πράσινο, την έννοια του κίτρινου, και το ιγjέλbουρe, που θα είχε αυτήν την έννοια, το οποίο όμως χρησιμοποιείται για την έννοια του ξανθός, παίρνει την έννοια του πράσινου. Cf. viridisλατ., gialloιταλ., gelb γερμανικό. – Η νεοελληνική επίσης χρησιμοποιεί για τα χρώματα διαφορετικές λέξεις από τις αρχαίες: κίτρινος, πράσινος, κόκκινος, μαβί, αλβ. τè ρίμτe] άλικο, το οποίο αντιστοιχεί στο αλβ. άλ-ι, θηλ. άλ-ε (Hahn). Θα πρέπει να αναφέρουμε το επίθετο της αλβ. λjαρόσς (Hh), ανοιχτό γαλάζιο, των ματιών, και γενικά ποικιλόχρωμος, παρδαλός, cf. ελλ. λαρός.
(66)                       Η λέξη κουβένdι, ο διάλογος, το οποίο βρίσκει αναλογία στο νεοελλ. ρήμα κουβεντιάζω, φαίνεται να σχετίζεται με τα λατ. conventus, convenire.
(67)                       Αν αναφερθούμε σε τρίτο πρόσωπο θα λέγαμε, ζοτeρί-σάje, της, στην Αφεντιά σας, από την ονομαστική ζοτeρία ε σάje, ε τίje, η Αφεντιά σας, αντί για ζοτeρίς ε σάιje.
(68)                       Το χέλμe (βλ. SS 28. 160-4) πρώτα από όλα σημαίνει δηλητήριο, και διατηρείται στην γκ., και στο ρήμα χελμόιje, -νje: πχ. Hh. Ι. σελ. 146: σί ούν κούς πό μουνdόχετe, - εδέ νέπeρκα τ’ ε πί, - πρέι γjάκουτe τ’ έμeχελμόχετe.
           Θα πρέπει επίσης να επισημάνουμε τη λέξη νέπeρκα, η οχιά, αλλιώς, νεπκèra, που oStier ν. 146 σχετίζει με το βλάχικο, napartica, δίχως μέλη. Ίσως δεν θα μπορούσε να σχετισθεί με την πέρκη, είδος ψαριού, ή με το πέρκος, μαύρος, στιγματισμένος, κλαδωτός, ως νήπερκ-ος;
(69)                       Το σέ ψέ, ή πeσέ, είναι ένας πλεονασμός του απλού πe-σε, per-chè.
(70)                       Σχετικά με το κουjτόιje το οποίο συγκρίναμε αλλού με το λατ. cogito, επιβεβαιώνει τη συσχέτιση αυτή το κείμενο της γκ. μετάφρασης (βλ. Hh. I. σελ. 300) όπου λέει: ου κουjοτύα Κρίσςτι, σέ dό τ’ ε πύσιν, δηλαδή έγνω, (Ιωάννης 16, 19.) γνώρισε, εννόησε, σκέφτηκε.
           Σε ένα από τα ακόλουθα παραδείγματα παρούσιάζει ενδιαφέρον το ρήμα eμπeσόιje, κατά λέξη μαθαίνω, διδάσκω (πείθω).
(71)                       Δεν ξέρω πως ο Hahn στην σελ. 57, του Diz., για την λέξη κjίjeremhabeo κτλ., στο παράδειγμα : κjίφσςα (=κjίφσςια) κτλ., βεβαιώνει ότι στην χρήση της υπ. ευκτ. η αλβ. τείνει σε αυτή την περίπτωση προς τις δυτικές γλώσσες, επειδή η νεοελληνική χρησιμοποιεί περισσότερο τον ενεστώτα οριστικής (βλ. ενταύθα). Θα ήταν όμως προτιμότερο να υπενθυμίσουμε πως παρόμοια χρήση της ευκτ. υπ. συμφωνεί με τους τρόπους της κλασσικής ελληνικής γλώσσας.
(72)                       Το νίσουρeείναι η μετοχή του νίσεμe, ή νίσσεμe, φεύγω (cf. ελλ. νίσσομαι, πάω), που στην τοσκ. έχει τον σχηματισμό της ενεργ. νίσσe, ή νίσe, -ιje με την έννοια του εκκινώ (βλ. App. S. L. C. XV. nn.).
           Σε ορισμένα παραδείγματα μια παρόμοια φράση έχει την έννοια του ιταλικού απαρεμφάτου με το di, όπως : Έ σ’ ε bεσσόιjeπèρ τè σςπeτούαρe, και δεν πιστεύω να ξεφύγει, βλ. Αλβ. Τραγούδια Hahn ΙΙ. 133.
(73)                       Η λέξη φλjάμα πιθανόν σχετίζεται με την λατινική flamma με μεταφορική έννοια. Δεν βρίσκω καμία αναλογία μεταξύ του βαγeτία και της λέξης ζώο, ούτε με το bαστίνα, κτηματική περιουσία, το οποίο θυμίζει το βοιωτικό βάστακες, ο γαιοκτήμονας. Το σκοδρ. είναι bακτία = bαγeτία: βλ. Hh. I. 224 για αυτή τη λέξη σχετικά με το Macetia = Macedonia. – Επισημαίνω ωστόσο ότι αντί για bαγeτία, το ζώο, μπορεί να παραπέμπει στο βαβάζω, βάζω, φωνάζω, βελάζω, μουγκρίζω, βάγμα, κτλ., εννοώντας το βέλασμα. – Για το bαρία, το ζώο, cf. βάριχος, το κοπάδι.
(74)                       Σχετικά με αυτό το όνομα (Περeνdία, Θεός), της τοσκ., ο Blau (op. c. p. 661) κάνει μια εύλογη υπόθεση. Αυτός απομακρύνεται από την άποψη του Bopp, που στη σελ. 57. n. 62 op. c., ο οποίος λανθασμένα κατά την άποψη μου θέλει να σχετίσει τη λέξη περeνδία με τη λέξη imperator, imperans, η οποία σίγουρα σχετίζεται με το περeνdόρ-ι, -εσςα αλβ. σικ. (βλ. S 170)] ενώ διαπιστώνεται στο δεύτερο μέρος του ουσιαστικού, σύμφωνα με την δικιά μου άποψη αλλά και άλλων, η σανσκρ. ρίζα div, όπου η λατ. dues, dious, δίος, Δις ελλ. Στο πρώτο μέρος πέρ, ή πέρeν αυτός βλέπει τη σανσκριτική ρίζα pra = par = per (ελλ. πλη, πληρ, plen-us). Με την ευκαιρία, υπενθυμίζοντας AnnaPerennaτων Ρωμαίων θεωρεί τη λέξη Perenna σύνθετη των  Pernna, έπειτα το Anna ίδιο με το αλβ. χάννα = χήννα, θεότητα η οποία υποθ΄τει πως δεν είναι άλλη από την Πανσέληνο. Ο Hahn (Iσελ. 237, 250) αναφορά από τον Blau, θεωρεί επίσης την AnnaPerenna των Ρωμαίων μια πελασγική θεότητα, όμοια με την αλβανική χάννα] το d τότε θα προέκυψε από το n (βλ. και Hh. σελ. 268 σχετικά με το όνομα περeνdί). Μου φαίνεται επίσης άξιο αναφοράς το λατ. επίρρ. peren-dieλόγω συμφωνίας με το ουσιαστικό της αλβ. περeνdία, στον τρόπο σύνθεσης. – Ωστόσο αν η ρίζα που αναφέρεται από τον Blaupra δεν μπορεί με σιγουριά να θεωρηθεί ως το πρώτο μέρος του περeν-dία, μου φαίνεται πιθανό (αν όχι σίγουρο) δεν πρέπει να την αναζητήσουμε σε λέξεις πέρα από εκείνες που έχουν παρόμοιες ρίζες, όπως είναι (εκτός από το pra= πλη) το σανσκριτικό para-s, altissimus, cf. αλβ. πάρe, ι πάρ-ι κτλ.] para-m, υπέρ, cf. ελλ. πέραν, αλβ. πeράν, ή πρά] pari, ù pari, = περί, υπέρ, pro, per, κτλ., που όλα δηλώνουν υπεροχή, προαγωγή, και παρόμοιες έννοιες: Έτσι η λέξη Περeνdία, σημαίνει Θεός (ή Ζευς) υπέρτατος, ή κατά προσέγγιση υπέρ θεϊκός, πέραν Διός, ή κατά τον Blau απόλυτη θεότητα. Το ν, μπροστά από το d, μπορεί να είναι ευφωνικό, αν δεν σχετίζεται με το param, κτλ. – Άξια αναφοράς είναι η θηλ. κατάληξη του ουσιαστικού που περισσότερο σημαίνει θεότητα, παρά Θεός: κάπου αλλού έβλεπα το αλβ. dίεjα, συρρικνωμένο dία, η γνώση, λόγω αλλαγής της κατάληξης.
(75)                       DeRada, Milosaoσελ. 16.: σίπeρ κeσςτένjατe, όχι κeσςτένjαβετ, πάνω στα κάστανα.
(76)                       D. R., Milos. σελ. 22 (και Νάπολη 1847), prèitùttieghèrete, στην τοσκ. πρέι τούτjε χέρατe(ή χέρeτe) ε bάρδα. – Όσο για το πρέι, με το οποίο σχετίζεται το προς θα πρέπει να υπενθυμίσουμε τις διάφορες, και μάλιστα αντίθετες σημασίες της ελληνικής αυτής πρόθεσης ανάλογα με την περίπτωση.
(77)                       Ο Reinholdop. cit. toτο επιβεβαιώνει χωρίς δισταγμούς (βλ. εισαγωγή).
(78)                       Έχω επισημάνει κι αλλού το πόσο υπερβάλουν ορισμένοι μιλώντας για την λατινική παρέμβαση στην γλώσσα των αλβανών. Παρόλα αυτά και από πολλές λέξεις που καταγράφονται σε αυτό το έργο αποκαλύπτεται αυτή η παρέμβαση σε μεγάλο βαθμό, γεγονός το οποίο θα πρέπει να αποδοθεί είτε στην συγγένεια των λαών αυτών, ή στην κατάκτηση της Ηπείρου από τους ρωμαίους, ή καλύτερα, όπως φαίνεται πιο λογικό, και στους δυο αυτούς παράγοντες.
           Είναι όμως αξιοσημείωτο ότι πέρα από το καθαυτό λατινικό στοιχείο αποκαλύπτεται το ιταλικό: παράδειγμα είναι το ρήμα κeρκόιje, ιταλ. iocerco. Όμως και αυτή, όπως και άλλες λέξεις μπορεί να έχουν στήριγμα στην ελληνική και την λατινική, ενώ υπάρχουν άλλες που δεν το έχουν, και παρόλα αυτά φαίνονται να μην εξαιρούνται από τις λέξεις που δανείζονται από την ιταλική, αλλά ίδιες στην Ιταλία και την Ήπειρο. – Τέτοιες θεωρώ πχ. το πένσα, πινjάλι, το μαχαίρι, μόκeρα, η μυλόπετρα, σςέρρα, lasciarra, ο καβγάς, με ήδη γνωστές φωνητικές παραλλαγές: και άλλες αρκετές που θα μπορούσαν να συλλεχθούν από τον Hahn, τον Stier, τον Reinhold, οι οποίοι τις καταχώρησαν στο σύνολο των αλβανικών λέξεων, και από τα ίδια τα αλβανικά κείμενα.